Anonymous

συμμορία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμορία''': ἡ, ([[μέρος]]) [[κυρίως]] συμμετοχὴ ἢ «[[συντροφία]]», ὅρος ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις [[μετὰ]] τὴν ἀπογραφὴν ἢ τίμησιν τοῦ 377 π. Χ., ὅτε οἱ 1200 πλουσιώτατοι τῶν Ἀθηναίων πολῖται διῃρέθησαν εἰς 20 συμμορίας [[ἤτοι]] σωματεῖα (δύο ἐξ ἑκάστης φυλῆς), ὧν ἕκαστον περιεῖχεν 60 [[μέλη]]· εἰς ἑκάστην δὲ συμμορίαν ἐπεβάλλετο κατὰ σειρὰν ἡ πληρωμὴ ἐκτάκτων δαπανῶν πολεμικῶν εἰσπραττομένου παρ’ αὐτῶν τοῦ ἐπὶ τῆς περιουσίας φόρου ([[εἰσφορά]])· ― ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ πρῶτον ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 32· ἀλλ’ ἡ κυριωτάτη [[μαρτυρία]] περὶ τῆς σημασίας τῆς λέξεως [[εἶναι]] ὁ τοῦ Δημοσθένους [[λόγος]] περὶ τῶν Συμμοριῶν· πρβλ. [[συντέλεια]] ΙΙ, καὶ ἴδε Βöckh. P. E. 285 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. [[εἰσφορά]]. 2) [[καθόλου]], συμμετοχὴ εἴς τι, τινὸς Ἀριστείδ. 2. 20· ἀπολ., «[[συντροφία]]», Συλλ. Ἐπιγρ. 3065, 6· δειπνεῖν κατὰ σ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 7, 3. ΙΙ. τῆς λέξεως ποιεῖται χρῆσιν Διον. ὁ Ἁλ. 4. 18, ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν τάξεων (Classes) κατὰ τὸ [[πολίτευμα]] τοῦ Σερουΐου.
|lstext='''συμμορία''': ἡ, ([[μέρος]]) [[κυρίως]] συμμετοχὴ ἢ «[[συντροφία]]», ὅρος ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις [[μετὰ]] τὴν ἀπογραφὴν ἢ τίμησιν τοῦ 377 π. Χ., ὅτε οἱ 1200 πλουσιώτατοι τῶν Ἀθηναίων πολῖται διῃρέθησαν εἰς 20 συμμορίας [[ἤτοι]] σωματεῖα (δύο ἐξ ἑκάστης φυλῆς), ὧν ἕκαστον περιεῖχεν 60 [[μέλη]]· εἰς ἑκάστην δὲ συμμορίαν ἐπεβάλλετο κατὰ σειρὰν ἡ πληρωμὴ ἐκτάκτων δαπανῶν πολεμικῶν εἰσπραττομένου παρ’ αὐτῶν τοῦ ἐπὶ τῆς περιουσίας φόρου ([[εἰσφορά]])· ― ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ πρῶτον ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 32· ἀλλ’ ἡ κυριωτάτη [[μαρτυρία]] περὶ τῆς σημασίας τῆς λέξεως [[εἶναι]] ὁ τοῦ Δημοσθένους [[λόγος]] περὶ τῶν Συμμοριῶν· πρβλ. [[συντέλεια]] ΙΙ, καὶ ἴδε Βöckh. P. E. 285 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. [[εἰσφορά]]. 2) [[καθόλου]], συμμετοχὴ εἴς τι, τινὸς Ἀριστείδ. 2. 20· ἀπολ., «[[συντροφία]]», Συλλ. Ἐπιγρ. 3065, 6· δειπνεῖν κατὰ σ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 7, 3. ΙΙ. τῆς λέξεως ποιεῖται χρῆσιν Διον. ὁ Ἁλ. 4. 18, ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν τάξεων (Classes) κατὰ τὸ [[πολίτευμα]] τοῦ Σερουΐου.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> symmorie, réunion des 60 plus riches citoyens d’Athènes, qui devaient pourvoir à certaines liturgies, particul. à l’entretien de la flotte, <i>ou</i> faire l’avance de certaines contributions, <i>p. ex. de l’ [[εἰσφορά]] à la place des citoyens les plus pauvres ; il y avait 20 symmories, 2 par tribu ; à Rome</i> classe dans la constitution de Servius;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> association.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμορος]].
}}
}}