3,274,873
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στείχω''': Ὅμ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[στίχω]] Ἡσύχ. (τὸν ὁποῖον τύπον [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀπεδέξατο ὁ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 1129)· παρατ. ἔστειχον Ἰλ. Ι. 86, κτλ.· ἀόρ. α΄ ἔστειξα (μόνον ἐν συνθέσει, περίστειξας Ὀδ. Δ. 277)· ἀόρ. β΄ ἔστῐχον Ἰλ. Π. 258, Θεόκρ. κλπ., ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΧ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ στίχος, στιχάομαι, στοῖχος, στοιχάς, στοιχάομαι, στοιχεῖον· πρβλ. Σανσκρ. stigh (ascendere)· Λατιν. ve-stig-ium, fa-stig-ium· Γοτθ. steig-a (ἀναβαίνειν), staig-a (ὁδός)· Ἀρχ. Γερμ. steg-a (ascensus, πρβλ. steigen)· Σλαυ. stiz-a (semita)· Λιθ. staig-us (Ἀγγλ. ha-ty, σπεύδων, ἐσπευσμένος).) Ἰωνικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ ἄλλοις ποιηταῖς, [[βαδίζω]], περιπατῶ, βαίνω, [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]], ὁριζομένης τῆς διευθύνσεως ἐκ τῶν συμφραζομένων, α) ἐπὶ κινήσεως [[πρός]] τι ἢ εἴς τι, πρὸς οὐρανὸν Ὀδ. Λ. 17· [[ποτὶ]] πύργους Αἰσχύλ. Θήβ. 297· πρὸς δόμους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1657· πρὸς Ἅιδην Εὐρ. Ὀρ. 97· στεῖχ’ εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 2· ἐπὶ τὴν εὐνὴν Ἡρόδ. 1. 9· στ. ἀνά, κατὰ ὁδὸν Ὀδ. Ψ. 136, Ρ. 204· ἀνὰ ἄστυ Η. 72· δι’ ἄστεως Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496· ἐς Ἄργος ὁ αὐτ. ἐν Χο. 675· ἐς Ἄιδαν κατὰ γᾶς Εὐρ. Ἱππ. 1366· [[θύραζε]] Ὀδ. Ι. 418· ἔσω Αἰσχύλ. Χο. 554· [[δεῦρο]] Σοφ. Ο. Κ. 1151· ― μετ’ αἰτ. τόπου, [[ὑπάγω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], [[πλησιάζω]], γύας, πόλιν, δόμους Αἰσχύλ. Πρ. 708, Ἱκέτ. 955, Σοφ. Ο. Κ. 643· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 179, Εὐρ. Ρῆσ. 992. β) ἐπὶ κινήσεως ἐκ τόπου, ἀπ’ Ἄργεος στ. Ἰλ. Β. 287· ἀπ’ Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 690· ἐκ δόμων Σοφ. Ο. Τ. 632· [[οἴκοθεν]] Πινδ. Ν. 9. 46· καὶ ἀπολ., [[ὑπάγω]], ἀναχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], στείχωμεν Αἰσχύλ. Πρ. 81, πρβλ. Χο. 98, Σοφ. Ἀντ. 98, Ἀποσπ. 47. 2) βαίνω κατὰ σειράν, ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου ἐν γραμμῇ ἢ τάξει ([[ὅθεν]] [[στίχος]], [[στίχες]], [[στοῖχος]]), ἐς πόλεμον στ., βαίνω εἰς πόλεμον, Ἰλ. Β. 833· οἱ δ’ ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον Π. 258· στ. ἐπὶ τοὺς ξείνους, [[ἐναντίον]] τῶν ξένων, Ἡρόδ. 9. 11· στ. ἐν εὐθείαις ὁδοῖς Πινδ. Ν. 1. 37. 3) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., στ. ὁδὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 81, Σοφ. Ἀντ. 808· [[οὕτως]], ἀνὴρ [[ὁπλίτης]] κλίμακος προσαμβάσεις στείχει, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 467, ἀναβαίνει τὴν κλίμακα. 4) μεταβ., ἀοιδὰ στ. ἀπ’ Αἰγίνας Πινδ. Ν. 5. 6· ῥιπὴ ἐπ’ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 1090· [[ἴουλος]] ἄρτι οἵα παρηίδων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 534. πρὸς τοὺς φίλους στίχοντα... κακὰ Σοφ. Ἀντ. 10· τὴν ἄτην... στείχουσαν ἀστοῖς [[αὐτόθι]] 186· ἀκτὶς ἡλίου Εὐρ. Ρῆσ. 992. | |lstext='''στείχω''': Ὅμ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[στίχω]] Ἡσύχ. (τὸν ὁποῖον τύπον [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀπεδέξατο ὁ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 1129)· παρατ. ἔστειχον Ἰλ. Ι. 86, κτλ.· ἀόρ. α΄ ἔστειξα (μόνον ἐν συνθέσει, περίστειξας Ὀδ. Δ. 277)· ἀόρ. β΄ ἔστῐχον Ἰλ. Π. 258, Θεόκρ. κλπ., ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΧ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ στίχος, στιχάομαι, στοῖχος, στοιχάς, στοιχάομαι, στοιχεῖον· πρβλ. Σανσκρ. stigh (ascendere)· Λατιν. ve-stig-ium, fa-stig-ium· Γοτθ. steig-a (ἀναβαίνειν), staig-a (ὁδός)· Ἀρχ. Γερμ. steg-a (ascensus, πρβλ. steigen)· Σλαυ. stiz-a (semita)· Λιθ. staig-us (Ἀγγλ. ha-ty, σπεύδων, ἐσπευσμένος).) Ἰωνικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ ἄλλοις ποιηταῖς, [[βαδίζω]], περιπατῶ, βαίνω, [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]], ὁριζομένης τῆς διευθύνσεως ἐκ τῶν συμφραζομένων, α) ἐπὶ κινήσεως [[πρός]] τι ἢ εἴς τι, πρὸς οὐρανὸν Ὀδ. Λ. 17· [[ποτὶ]] πύργους Αἰσχύλ. Θήβ. 297· πρὸς δόμους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1657· πρὸς Ἅιδην Εὐρ. Ὀρ. 97· στεῖχ’ εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 2· ἐπὶ τὴν εὐνὴν Ἡρόδ. 1. 9· στ. ἀνά, κατὰ ὁδὸν Ὀδ. Ψ. 136, Ρ. 204· ἀνὰ ἄστυ Η. 72· δι’ ἄστεως Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496· ἐς Ἄργος ὁ αὐτ. ἐν Χο. 675· ἐς Ἄιδαν κατὰ γᾶς Εὐρ. Ἱππ. 1366· [[θύραζε]] Ὀδ. Ι. 418· ἔσω Αἰσχύλ. Χο. 554· [[δεῦρο]] Σοφ. Ο. Κ. 1151· ― μετ’ αἰτ. τόπου, [[ὑπάγω]] [[πρός]] τι [[μέρος]], [[πλησιάζω]], γύας, πόλιν, δόμους Αἰσχύλ. Πρ. 708, Ἱκέτ. 955, Σοφ. Ο. Κ. 643· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 179, Εὐρ. Ρῆσ. 992. β) ἐπὶ κινήσεως ἐκ τόπου, ἀπ’ Ἄργεος στ. Ἰλ. Β. 287· ἀπ’ Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 690· ἐκ δόμων Σοφ. Ο. Τ. 632· [[οἴκοθεν]] Πινδ. Ν. 9. 46· καὶ ἀπολ., [[ὑπάγω]], ἀναχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], στείχωμεν Αἰσχύλ. Πρ. 81, πρβλ. Χο. 98, Σοφ. Ἀντ. 98, Ἀποσπ. 47. 2) βαίνω κατὰ σειράν, ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου ἐν γραμμῇ ἢ τάξει ([[ὅθεν]] [[στίχος]], [[στίχες]], [[στοῖχος]]), ἐς πόλεμον στ., βαίνω εἰς πόλεμον, Ἰλ. Β. 833· οἱ δ’ ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον Π. 258· στ. ἐπὶ τοὺς ξείνους, [[ἐναντίον]] τῶν ξένων, Ἡρόδ. 9. 11· στ. ἐν εὐθείαις ὁδοῖς Πινδ. Ν. 1. 37. 3) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., στ. ὁδὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 81, Σοφ. Ἀντ. 808· [[οὕτως]], ἀνὴρ [[ὁπλίτης]] κλίμακος προσαμβάσεις στείχει, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 467, ἀναβαίνει τὴν κλίμακα. 4) μεταβ., ἀοιδὰ στ. ἀπ’ Αἰγίνας Πινδ. Ν. 5. 6· ῥιπὴ ἐπ’ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 1090· [[ἴουλος]] ἄρτι οἵα παρηίδων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 534. πρὸς τοὺς φίλους στίχοντα... κακὰ Σοφ. Ἀντ. 10· τὴν ἄτην... στείχουσαν ἀστοῖς [[αὐτόθι]] 186· ἀκτὶς ἡλίου Εὐρ. Ρῆσ. 992. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. inus., ao.2</i> [[ἔστιχον]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> s’avancer en ligne, s’avancer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aller, marcher, <i>particul.</i> s’éloigner : ὁδὸν [[κάτα]] OD, ὁδόν ESCHL sur la route ; πόλιν, δόμους SOPH vers la ville, vers la maison ; <i>ou avec</i> [[πρός]], [[ἐπί]] <i>ou</i> [[εἰς]] et l’acc. ; <i>fig.</i> avec le dat. : τὴν ἄτην [[ὁρῶν]] στείχουσαν ἀστοῖς SOPH voyant le malheur qui fond sur la Cité.<br />'''Étymologie:''' R. Στιχ, marcher ; cf. [[στίχος]], <i>lat.</i> vestigium. | |||
}} | }} |