Anonymous

στρογγύλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγύλλω''': ([[στρογγύλος]], πρβλ. [[στωμύλλω]], [[στωμύλος]]), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ.[[περιστρέφω]], [[κλώθω]], χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.
|lstext='''στρογγύλλω''': ([[στρογγύλος]], πρβλ. [[στωμύλλω]], [[στωμύλος]]), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ.[[περιστρέφω]], [[κλώθω]], χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> arrondir;<br /><b>2</b> faire tourner.<br />'''Étymologie:''' [[στρογγυλός]].
}}
}}