Anonymous

στεροπηγερέτα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεροπηγερέτα''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ στεροπηγερέτης. ἢ (ἐκ τοῦ [[ἀγείρω]], πρβλ. [[νεφεληγερέτα]]), ὁ συνάγων ἀστραπὰς ἢ (ἐκ τοῦ [[ἐγείρω]]) ὁ ἐξεγείρων τὴν ἀστραπήν, [[Ζεὺς]] Ἰλ. Π. 298, Κόϊντ. Σμ. 2. 164, Ἡσύχ. [ᾰ, εἰ μὴ θέσει [[μακρόν]]].
|lstext='''στεροπηγερέτα''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ στεροπηγερέτης. ἢ (ἐκ τοῦ [[ἀγείρω]], πρβλ. [[νεφεληγερέτα]]), ὁ συνάγων ἀστραπὰς ἢ (ἐκ τοῦ [[ἐγείρω]]) ὁ ἐξεγείρων τὴν ἀστραπήν, [[Ζεὺς]] Ἰλ. Π. 298, Κόϊντ. Σμ. 2. 164, Ἡσύχ. [ᾰ, εἰ μὴ θέσει [[μακρόν]]].
}}
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br />l’assembleur d’éclairs.<br />'''Étymologie:''' [[στεροπή]], [[ἀγείρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεφεληγερέτα]].
}}
}}