Anonymous

συμπνίγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπνίγω''': [ῑ], [[πνίγω]], [[πιέζω]], ἰσχυρῶς [[συνθλίβω]], οἱ ὄχλοι συνέπνιγον (διάφ. γραφ. συνέθλιβον) αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 42· συνέπνιξαν αὐτὸ (δηλ. τὸ [[σπέρμα]]), συνέθλιψαν καὶ ἐκώλυσαν τὴν αὔξησιν [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 4. 7· ― μεταφ., ἡ [[ἀπάτη]] τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 22, πρβλ. Λουκ. 8. 14. ― Παθ., δένδρα συμπνιγόμενα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 6.
|lstext='''συμπνίγω''': [ῑ], [[πνίγω]], [[πιέζω]], ἰσχυρῶς [[συνθλίβω]], οἱ ὄχλοι συνέπνιγον (διάφ. γραφ. συνέθλιβον) αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 42· συνέπνιξαν αὐτὸ (δηλ. τὸ [[σπέρμα]]), συνέθλιψαν καὶ ἐκώλυσαν τὴν αὔξησιν [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 4. 7· ― μεταφ., ἡ [[ἀπάτη]] τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 22, πρβλ. Λουκ. 8. 14. ― Παθ., δένδρα συμπνιγόμενα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 6.
}}
{{bailly
|btext=étouffer, suffoquer <i>en parl. de la pression exercée par la foule</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πνίγω]].
}}
}}