3,273,006
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στέμμα''': τό, ([[στέφω]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. (ἑνικ. ἐν Ἰλ. Α. 28, Ἀριστοφ. Εἰρ. 498), [[στέφανος]], «στεφάνι», ἰδίως ὁ τοῦ ἱκέτου ἐκ δάφνης [[στέφανος]] περιειλημένος περὶ βακτηρίαν, στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶ. χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Ἰλ. Α. 14, 373· [[σκῆπτρον]] καὶ στ. θεοίο [[αὐτόθι]] 28, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 894· [[ἐνίοτε]] ἐφέρετο ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, στέμμασι πυκοσθείς Ἡρόδ. 7. 197· στ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Πλάτ. Πολ. 617C· Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων, ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ διὰ στεμμάτων κεκοσμημένου, Ἀριστοφ. Πλ. 39, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1310, Θουκ. 4. 133· στ. πάλας, ὡς [[ἀμοιβή]], ὡς [[βραβεῖον]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· στέμματ’ Ὀλυμπιάδων [[αὐτόθι]] 881, κτλ.· ὁ ἐπὶ στεμμάτων, πρβλ. [[στέφανος]] ΙΙ. 2. 2) ὁ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 3 λέγει ὅτι τὰ στέμματα ἦσαν ἐξ ἐρίων περιειλημένα περὶ κλάδον ἐλαίας· [[ὅθεν]] στέμματα ξαίνειν, Εὐρ. Ὀρ. 12. ΙΙ. παρὰ Πλουτ. ἐν Νομ. 1, στέμματα = Λατ. stemmata (Ἰουβεν. 8. 1, Πλίν. Ν. Η. 35. 2), γενεαλογίαι. 2) οὕτω, [[στέμμα]] = [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], [[σύνδεσμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3995b· = [[φυλή]], [[αὐτόθι]] 9897. | |lstext='''στέμμα''': τό, ([[στέφω]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. (ἑνικ. ἐν Ἰλ. Α. 28, Ἀριστοφ. Εἰρ. 498), [[στέφανος]], «στεφάνι», ἰδίως ὁ τοῦ ἱκέτου ἐκ δάφνης [[στέφανος]] περιειλημένος περὶ βακτηρίαν, στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶ. χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Ἰλ. Α. 14, 373· [[σκῆπτρον]] καὶ στ. θεοίο [[αὐτόθι]] 28, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 894· [[ἐνίοτε]] ἐφέρετο ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, στέμμασι πυκοσθείς Ἡρόδ. 7. 197· στ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Πλάτ. Πολ. 617C· Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων, ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ διὰ στεμμάτων κεκοσμημένου, Ἀριστοφ. Πλ. 39, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1310, Θουκ. 4. 133· στ. πάλας, ὡς [[ἀμοιβή]], ὡς [[βραβεῖον]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· στέμματ’ Ὀλυμπιάδων [[αὐτόθι]] 881, κτλ.· ὁ ἐπὶ στεμμάτων, πρβλ. [[στέφανος]] ΙΙ. 2. 2) ὁ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 3 λέγει ὅτι τὰ στέμματα ἦσαν ἐξ ἐρίων περιειλημένα περὶ κλάδον ἐλαίας· [[ὅθεν]] στέμματα ξαίνειν, Εὐρ. Ὀρ. 12. ΙΙ. παρὰ Πλουτ. ἐν Νομ. 1, στέμματα = Λατ. stemmata (Ἰουβεν. 8. 1, Πλίν. Ν. Η. 35. 2), γενεαλογίαι. 2) οὕτω, [[στέμμα]] = [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], [[σύνδεσμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3995b· = [[φυλή]], [[αὐτόθι]] 9897. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couronne, bandeau, bandelette ; <i>particul.</i> guirlande de laurier entrelacée autour d’un bâton pour les suppliants;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> images des ancêtres, ornées de couronnes ; tableau généalogique d’une famille.<br />'''Étymologie:''' [[στέφω]]. | |||
}} | }} |