3,277,121
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμποιέω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ [[ποίημα]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ [[μετὰ]] τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι [[ἄγαλμα]] μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857. | |lstext='''συμποιέω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ [[ποίημα]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ [[μετὰ]] τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι [[ἄγαλμα]] μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire avec <i>ou</i> ensemble, collaborer;<br /><b>2</b> aider à faire, venir en aide.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |