Anonymous

σύνδουλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδουλος''': ὁ, ἡ, ὁ συνδουλεύων, ὁ ὁμοίως [[δοῦλος]], ὁ μετ’ ἄλλου τινὸς δουλεύων τῷ αὐτῷ δεσπότῃ, [[ὁμόδουλος]], Εὐρ. Ἴων 1109, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 745, Λυσίας, κλπ.˙ ὡς θηλ., Ἡρόδ. 1. 110., 2. 134, Εὐρ. Μήδ. 65, κτλ.˙ ἀλλὰ ἰδιαίτερον θηλ. συνδούλη ἀπαντᾷ παρὰ Βαβρ. 3. 6, διάφορ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 1. 110. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 176.
|lstext='''σύνδουλος''': ὁ, ἡ, ὁ συνδουλεύων, ὁ ὁμοίως [[δοῦλος]], ὁ μετ’ ἄλλου τινὸς δουλεύων τῷ αὐτῷ δεσπότῃ, [[ὁμόδουλος]], Εὐρ. Ἴων 1109, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 745, Λυσίας, κλπ.˙ ὡς θηλ., Ἡρόδ. 1. 110., 2. 134, Εὐρ. Μήδ. 65, κτλ.˙ ἀλλὰ ἰδιαίτερον θηλ. συνδούλη ἀπαντᾷ παρὰ Βαβρ. 3. 6, διάφορ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 1. 110. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 176.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />compagnon d’esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δοῦλος]].
}}
}}