3,277,226
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκῑνέω''': κινῶ [[ὁμοῦ]], συγκινῶ ἢ [[συνταράσσω]], Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ [[συγκίνησις]], Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2. | |lstext='''συγκῑνέω''': κινῶ [[ὁμοῦ]], συγκινῶ ἢ [[συνταράσσω]], Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ [[συγκίνησις]], Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mouvoir ensemble ; <i>Pass.</i> se mouvoir avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κινέω]]. | |||
}} | }} |