Anonymous

τριπόδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐπόδης''': -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων [[μῆκος]] τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.
|lstext='''τρῐπόδης''': -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων [[μῆκος]] τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />long, large, <i>etc.</i> de trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πούς]].
}}
}}