3,274,216
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερᾱής''': -ές, γεν. έος, ([[ἄημι]]) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, [[ἄελλα]] Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν». | |lstext='''ὑπερᾱής''': -ές, γεν. έος, ([[ἄημι]]) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, [[ἄελλα]] Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui souffle avec violence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄημι]]. | |||
}} | }} |