Anonymous

χαλκότορος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκότορος''': -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, [[ἤτοι]] διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. [[χαλκοτύπος]].
|lstext='''χαλκότορος''': -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, [[ἤτοι]] διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. [[χαλκοτύπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fabriqué en airain;<br /><b>2</b> fait par une arme d’airain <i>en parl. d’une blessure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[τείρω]].
}}
}}