Anonymous

φένω: Difference between revisions

From LSJ
587 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''φένω''': [[φονεύω]], [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ ἀορ. [[ἔπεφνον]], Ἰλ. Φ. 55, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1497. Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] πέφνον, Ἰλ. Ν. 363· ― (κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. τύπου, πέφενον, ὡς τὸ [[λελαβέσθαι]], λελαθεῖν, [[πεπιθεῖν]])· ὑποτ. πέφνῃς, ῃ Ὀδ. Χ. 316, Ἰλ. Υ. 172· ἀπαρ. πεφνέμεν Ζ. 180· μετοχ. πέφνων (φέρεται παροξ. ὡς εἰ προῆλθεν ἐξ ἐνεστ. πέφνω), Π. 827, [[ἔνθα]] ἴδε Spilvn. (πρβλ. [[κατέπεφνον]])· τὸν δὲ ἐνεστ. τοῦτον παρέλαβε καὶ μετεχειρίσθη ὁ Ὀππ. ἐν τοῖς 2. 133· ― συντομώτερος [[τύπος]] τῆς ῥίζης [[εἶναι]] τὸ ΦΑ, εἰς ὃ πρέπει νὰ ἀναφέρηται καὶ ὁ παθ. πρκμ. πέφαμαι, οὗ ἔχει ὁ Ὅμ. τὸ γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. πέφαται Ἰλ. Ο. 140, κ. ἀλλ., [[πέφανται]] Ε. 531· τὸ ἀπαρ. [[πεφάσθαι]] Ν. 447· καὶ τὸν παθ. μέλλ. πεφήσεαι Ν. 829, Ο. 140, Ὀδ. Χ. 217· ἕτεροι δὲ τύποι μνημονεύονται παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀόρ. α΄ φάσαι Φώτ., Ἡσύχ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 69· ἀόρ. β΄ μετοχ. παφὼν Ἡσύχ.· ἀόρ. β΄ μέσ. ἀπέφατο = ἀπέθανεν. (Ἐντεῦθεν παράγεται καὶ τὸ [[φατός]], πεφονευμένος, παρ’ Ἡσύχ., ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις Ἀρείφατος, μυλήφατος, ὀδυνήφατος.)
|lstext='''φένω''': [[φονεύω]], [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ ἀορ. [[ἔπεφνον]], Ἰλ. Φ. 55, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1497. Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] πέφνον, Ἰλ. Ν. 363· ― (κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ μετ’ ἀναδιπλ. τύπου, πέφενον, ὡς τὸ [[λελαβέσθαι]], λελαθεῖν, [[πεπιθεῖν]])· ὑποτ. πέφνῃς, ῃ Ὀδ. Χ. 316, Ἰλ. Υ. 172· ἀπαρ. πεφνέμεν Ζ. 180· μετοχ. πέφνων (φέρεται παροξ. ὡς εἰ προῆλθεν ἐξ ἐνεστ. πέφνω), Π. 827, [[ἔνθα]] ἴδε Spilvn. (πρβλ. [[κατέπεφνον]])· τὸν δὲ ἐνεστ. τοῦτον παρέλαβε καὶ μετεχειρίσθη ὁ Ὀππ. ἐν τοῖς 2. 133· ― συντομώτερος [[τύπος]] τῆς ῥίζης [[εἶναι]] τὸ ΦΑ, εἰς ὃ πρέπει νὰ ἀναφέρηται καὶ ὁ παθ. πρκμ. πέφαμαι, οὗ ἔχει ὁ Ὅμ. τὸ γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. πέφαται Ἰλ. Ο. 140, κ. ἀλλ., [[πέφανται]] Ε. 531· τὸ ἀπαρ. [[πεφάσθαι]] Ν. 447· καὶ τὸν παθ. μέλλ. πεφήσεαι Ν. 829, Ο. 140, Ὀδ. Χ. 217· ἕτεροι δὲ τύποι μνημονεύονται παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀόρ. α΄ φάσαι Φώτ., Ἡσύχ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 69· ἀόρ. β΄ μετοχ. παφὼν Ἡσύχ.· ἀόρ. β΄ μέσ. ἀπέφατο = ἀπέθανεν. (Ἐντεῦθεν παράγεται καὶ τὸ [[φατός]], πεφονευμένος, παρ’ Ἡσύχ., ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις Ἀρείφατος, μυλήφατος, ὀδυνήφατος.)
}}
{{bailly
|btext=<i>prés. inus. auquel se rattachent</i> :<br /><i>l’ao.2 épq.</i> [[ἔπεφνον]], <i>ou</i> πέφνον &gt; <i>sbj. 3ᵉ sg.</i> πέφνῃ, <i>inf.</i> πεφνέμεν, [[πεφνεῖν]], <i>part. acc. sg.</i> πέφνοντα (<i>var.</i> πεφνόντα);<br /><i>le pf. 3ᵉ sg.</i> πέφαται, <i>3ᵉ pl.</i> [[πέφανται]], <i>inf.</i> πεφάσθαι;<br /><i>le f.ant. 2ᵉ sg.</i> πεφήσεαι, <i>3ᵉ sg.</i> πεφήσεται;<br />tuer.<br />'''Étymologie:''' R. Φεν, tuer ; v. [[φόνος]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}