3,277,206
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ξύλα, [[ξυλοφόρος]], Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ὑληφόρος]], ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, [[δασώδης]], Πολύβ. 3. 55, 9. | |lstext='''ὑλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ξύλα, [[ξυλοφόρος]], Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ὑληφόρος]], ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, [[δασώδης]], Πολύβ. 3. 55, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte du bois;<br /><b>2</b> qui produit du bois, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |