Anonymous

ὑλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ξύλα, [[ξυλοφόρος]], Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ὑληφόρος]], ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, [[δασώδης]], Πολύβ. 3. 55, 9.
|lstext='''ὑλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ξύλα, [[ξυλοφόρος]], Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ὑληφόρος]], ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, [[δασώδης]], Πολύβ. 3. 55, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte du bois;<br /><b>2</b> qui produit du bois, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[φέρω]].
}}
}}