Anonymous

τείχισμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τείχισμα''': τό, [[τεῖχος]] ἢ [[φρούριον]], [[ὀχύρωμα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-[[τείχισμα]].
|lstext='''τείχισμα''': τό, [[τεῖχος]] ἢ [[φρούριον]], [[ὀχύρωμα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-[[τείχισμα]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage de défense, fortification.<br />'''Étymologie:''' [[τειχίζω]].
}}
}}