Anonymous

ὑπνώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὑπνηλός]], [[νυσταλέος]], «κοιμισμένος», Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1049, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 12· [[ἕξις]] Πλάτ. Πολ. 404Α.
|lstext='''ὑπνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὑπνηλός]], [[νυσταλέος]], «κοιμισμένος», Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1049, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 12· [[ἕξις]] Πλάτ. Πολ. 404Α.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />somnolent, endormi, engourdi.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]], -ωδης.
}}
}}