Anonymous

χαριτογλωσσέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰριτογλωσσέω''': Ἀττ. -ττέω, πρὸς [[χάριν]] [[λέγω]], ἡδυγλωττῶ, ἡδυλογῶ, ὁμιλῶ κολακευτικῶς, [[λέγω]] γλυκὰ λόγια, γνώσει δὲ τάδ’ ὡς ἔτυμ’, οὐδὲ [[μάτην]] χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι Αἰσχύλ. Προμ. 294, [[ἔνθα]] ὁ Σχολια. ἑρμην.: «χαριτογλωσσεῖν, [[μέχρι]] γλώσσης χαρίζεσθαί σοι καὶ οὐκ ἔργοις» Ἀθην. 146Β, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1514 (διαφ. γραφ. χαριτογλωττίζεις).
|lstext='''χᾰριτογλωσσέω''': Ἀττ. -ττέω, πρὸς [[χάριν]] [[λέγω]], ἡδυγλωττῶ, ἡδυλογῶ, ὁμιλῶ κολακευτικῶς, [[λέγω]] γλυκὰ λόγια, γνώσει δὲ τάδ’ ὡς ἔτυμ’, οὐδὲ [[μάτην]] χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι Αἰσχύλ. Προμ. 294, [[ἔνθα]] ὁ Σχολια. ἑρμην.: «χαριτογλωσσεῖν, [[μέχρι]] γλώσσης χαρίζεσθαί σοι καὶ οὐκ ἔργοις» Ἀθην. 146Β, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1514 (διαφ. γραφ. χαριτογλωττίζεις).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire le gracieux <i>ou</i> l’aimable en paroles.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]], [[γλῶσσα]].
}}
}}