Anonymous

συνέπομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνέπομαι''': ἀόρ. -εσπόμην· ἀποθ. Ἀκολουθῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, σὺν δ’ ὁ θρασὺς εἵπετ’ Ὀδυσσεὺς ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ σὺν δύναται νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς ἐπίρρ.), Ὀδ. Κ. 436, πρβλ. Θουκ. 1. 60, Ξεν., κλπ.· σ. τινι Ἡρόδ. 5. 57., 7. 39, Αἰσχύλ. Ἀγ. 955, κτλ.· ποίμναις… ξυνειπόμην, ἠκολούθουν τὰ ποίμνια, δηλ. ἐποίμαινον αὐτά, Σοφ. Ο. Τ. 1125· οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο (ἡ [[τύχη]]), δὲν διέμεινε σταθερὰ εἰς τὸν βίον σου, [[αὐτόθι]] 1523· ([[ταῦρος]]) σιγῇ πελάζων ἄντυγι ξυνείπετο, ἠκολούθει ἐκ τοῦ πλησίον ([[μηδόλως]] ὑπολειπόμενος), Εὐρ. Ἱππ. 1231· οὕτω, τῷ χρόνῳ ξ. Πλάτ. Νομ. 721C. 2) συμφωνῶ, εἶμαι [[σύμφωνος]], τῷ νόμῳ ξυνεπόμενος [[αὐτόθι]] 916D· μὴ ξυνέπεσθαι ἐθέλειν Θουκ. 3. 38. 3) ἐπὶ πραγμάτων, μουσικῇ ξυνεπόμεναι τέχναι, αἱ παρακολουθοῦσαι τὴν μουσικήν, Πλάτ. Φίληβ. 56C· τὰ τούτοις ξυνεπόμενα, τὰ ἐπακόλουθα, τὰ ἀποτελέσματα τούτων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 679Ε, πρβλ. 760Α, Φίληβ. 24D, Τίμ. 52D· ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ Λατιν. consequentia, ὅσαπερ τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 899C. 4) σ. τῷ λόγῳ, παρακολουθῶ τὸν λόγον [[μέχρι]] τῶν ἀποτελεσμάτων του, [[αὐτόθι]] 695C· σ. τοῖς ἀποβαίνουσι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 12· ― ἀπολ., ξυνέπομαι, ἀκολουθῶ, δηλ. σὲ ἐννοῶ, Πλάτ. Σοφ. 238Ε· συνέψεσθε ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 53C. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 857.
|lstext='''συνέπομαι''': ἀόρ. -εσπόμην· ἀποθ. Ἀκολουθῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, σὺν δ’ ὁ θρασὺς εἵπετ’ Ὀδυσσεὺς ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ σὺν δύναται νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς ἐπίρρ.), Ὀδ. Κ. 436, πρβλ. Θουκ. 1. 60, Ξεν., κλπ.· σ. τινι Ἡρόδ. 5. 57., 7. 39, Αἰσχύλ. Ἀγ. 955, κτλ.· ποίμναις… ξυνειπόμην, ἠκολούθουν τὰ ποίμνια, δηλ. ἐποίμαινον αὐτά, Σοφ. Ο. Τ. 1125· οὔ σοι τῷ βίῳ ξυνέσπετο (ἡ [[τύχη]]), δὲν διέμεινε σταθερὰ εἰς τὸν βίον σου, [[αὐτόθι]] 1523· ([[ταῦρος]]) σιγῇ πελάζων ἄντυγι ξυνείπετο, ἠκολούθει ἐκ τοῦ πλησίον ([[μηδόλως]] ὑπολειπόμενος), Εὐρ. Ἱππ. 1231· οὕτω, τῷ χρόνῳ ξ. Πλάτ. Νομ. 721C. 2) συμφωνῶ, εἶμαι [[σύμφωνος]], τῷ νόμῳ ξυνεπόμενος [[αὐτόθι]] 916D· μὴ ξυνέπεσθαι ἐθέλειν Θουκ. 3. 38. 3) ἐπὶ πραγμάτων, μουσικῇ ξυνεπόμεναι τέχναι, αἱ παρακολουθοῦσαι τὴν μουσικήν, Πλάτ. Φίληβ. 56C· τὰ τούτοις ξυνεπόμενα, τὰ ἐπακόλουθα, τὰ ἀποτελέσματα τούτων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 679Ε, πρβλ. 760Α, Φίληβ. 24D, Τίμ. 52D· ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] γεν., ὡς τὸ Λατιν. consequentia, ὅσαπερ τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 899C. 4) σ. τῷ λόγῳ, παρακολουθῶ τὸν λόγον [[μέχρι]] τῶν ἀποτελεσμάτων του, [[αὐτόθι]] 695C· σ. τοῖς ἀποβαίνουσι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 12· ― ἀπολ., ξυνέπομαι, ἀκολουθῶ, δηλ. σὲ ἐννοῶ, Πλάτ. Σοφ. 238Ε· συνέψεσθε ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 53C. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 857.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[συνειπόμην]], <i>f.</i> συνέψομαι, <i>ao.2</i> συνεσπόμην;<br /><b>I.</b> suivre pas à pas, accompagner côte à côte, τινι;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> suivre la marche de, saisir, comprendre (un argument, un raisonnement) τινι;<br /><b>2</b> se laisser convaincre ; obéir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕπομαι]].
}}
}}