Anonymous

ὑψόω: Difference between revisions

From LSJ
123 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψόω''': μέλλ. -ώσω, [[ἐγείρω]] ὑψηλά, σηκώνω, Βατραχομυομ. 81, Ἀνθ. Πλαν. 41· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τάφον ὑψώσαντο Ἀνθ. Παλατ. 7. 55. ΙΙ. μεταφ., ἀνυψώνω, ἐξυψώνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ταπεινόω]], Πολύβ. 5. 20, 12, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 12, κ. ἀλλ.· πονοῦντα τὸν [[ἴδιον]] ὑψῶσαι βίον Μένανδρ. (;) παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 721. ― Παθ., ἀνυψοῦμαι, εἰς [[ὕψος]] αἴρομαι, τὰ χθαμαλὰ ὑψοῦται Πλούτ. 2. 103F· ὑψ. κάλλεϊ Ἀνθ. Παλ. 5. 92· ὑψοῦσθαι ἐκ ποδός, ἐπὶ τῶν αἰφνιδίως ἐγειρομένων, Ἱππ. 27. 11. 2) [[παριστάνω]] μὲ [[ὕφος]] ὑψηλόν, Λογγῖν. 14. 1.
|lstext='''ὑψόω''': μέλλ. -ώσω, [[ἐγείρω]] ὑψηλά, σηκώνω, Βατραχομυομ. 81, Ἀνθ. Πλαν. 41· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τάφον ὑψώσαντο Ἀνθ. Παλατ. 7. 55. ΙΙ. μεταφ., ἀνυψώνω, ἐξυψώνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ταπεινόω]], Πολύβ. 5. 20, 12, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 12, κ. ἀλλ.· πονοῦντα τὸν [[ἴδιον]] ὑψῶσαι βίον Μένανδρ. (;) παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 721. ― Παθ., ἀνυψοῦμαι, εἰς [[ὕψος]] αἴρομαι, τὰ χθαμαλὰ ὑψοῦται Πλούτ. 2. 103F· ὑψ. κάλλεϊ Ἀνθ. Παλ. 5. 92· ὑψοῦσθαι ἐκ ποδός, ἐπὶ τῶν αἰφνιδίως ἐγειρομένων, Ἱππ. 27. 11. 2) [[παριστάνω]] μὲ [[ὕφος]] ὑψηλόν, Λογγῖν. 14. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />élever, dresser ; <i>fig.</i> exalter, glorifier.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]].
}}
}}