Anonymous

τρίχινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, [[ἔνδυμα]] ἐκ τριχῶν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 208.
|lstext='''τρίχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, [[ἔνδυμα]] ἐκ τριχῶν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 208.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait de crin <i>ou</i> de poils.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]].
}}
}}