3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνθλάω''': μέλλ. -άσω [ᾰ], [[ὁμοῦ]] θλῶ, [[συντρίβω]], Ἐρατοσθ. Καταστερ. 11, Διόδ. 1. 57 ― Παθ., [[ποτήριον]] ὦτα συντεθλασμένον Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 12· βίῃ συνθλώμενος ὀστᾶ Μανέθων 5. 201· ἀπολ., συντρίβομαι, κατατρίβομαι, Ἀριστ. Προβλ. 1. 38 (κατὰ τὸν Prantl. ἀντὶ συντεθῇ), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44. | |lstext='''συνθλάω''': μέλλ. -άσω [ᾰ], [[ὁμοῦ]] θλῶ, [[συντρίβω]], Ἐρατοσθ. Καταστερ. 11, Διόδ. 1. 57 ― Παθ., [[ποτήριον]] ὦτα συντεθλασμένον Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 12· βίῃ συνθλώμενος ὀστᾶ Μανέθων 5. 201· ἀπολ., συντρίβομαι, κατατρίβομαι, Ἀριστ. Προβλ. 1. 38 (κατὰ τὸν Prantl. ἀντὶ συντεθῇ), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />briser <i>ou</i> broyer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θλάω]]. | |||
}} | }} |