Anonymous

σφάκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφάκος''': ὁ, [[ἐλελίσφακος]], κοινῶς «φασκομηλιά», Λατ. salvia, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 135· σφάκον εὐώδη Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 486· νῦν δὲ καλεῖται ἐν Ἑλλάδι ἐλελισφακιά, ὅρα Schneid. Ind. Theophr., πρβλ. [[ἐλελίσφακος]], [[φασκομηλία]], [[σφάγνος]]. ΙΙ. [[εἶδος]] λειχῆνος φυομένου ἐπὶ δρυῶν, Πλίν. 24. 17· φέρεται καὶ sphagnos, [[αὐτόθι]] καὶ 12. 50· [[φάσκον]] παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 6· φάσκος παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. [[σφάκος]] ἐν τέλει.
|lstext='''σφάκος''': ὁ, [[ἐλελίσφακος]], κοινῶς «φασκομηλιά», Λατ. salvia, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 135· σφάκον εὐώδη Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 486· νῦν δὲ καλεῖται ἐν Ἑλλάδι ἐλελισφακιά, ὅρα Schneid. Ind. Theophr., πρβλ. [[ἐλελίσφακος]], [[φασκομηλία]], [[σφάγνος]]. ΙΙ. [[εἶδος]] λειχῆνος φυομένου ἐπὶ δρυῶν, Πλίν. 24. 17· φέρεται καὶ sphagnos, [[αὐτόθι]] καὶ 12. 50· [[φάσκον]] παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 6· φάσκος παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. [[σφάκος]] ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sauge, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
}}
}}