3,277,286
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίπαλτος''': -ον, ([[πάλλω]]) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, [[ποικίλος]], τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. [[δίπαλτος]]. | |lstext='''τρίπαλτος''': -ον, ([[πάλλω]]) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, [[ποικίλος]], τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. [[δίπαλτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />lancé <i>ou</i> qui frappe avec une force triple ; violent.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πάλλω]]. | |||
}} | }} |