3,274,919
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιλέων''': -οντος, ὁ, [[εἶδος]] σαύρας, περὶ ἧς λέγεται ὅτι μεταβάλλει τὸ ἑαυτῆς [[χρῶμα]], Chamaeleo vulgaris, περιγράφεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 1, Πλίν. 8. 51· χρησιμεύει ὡς εἰκὼν τοῦ εὐμεταβόλου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 8, Πλουτ. Ἀλκιβ. 23. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[χαμαιλέων]], [[ζῷον]] εἰς πάντα τὴν χροιὰν μετατρέπον πλὴν λευκοῦ», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ζῷον]] ᾠοτόκον καὶ πεζόν». ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἶδους τῆς ἀκάνθης ὀνομασθὲν [[οὕτως]] ἐκ τοῦ ὅτι τὰ φύλλα [[αὐτοῦ]] μεταβάλλουσι τὸ [[χρῶμα]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3., 9. 12, 1, Διοσκ. 3. 10, 11. | |lstext='''χᾰμαιλέων''': -οντος, ὁ, [[εἶδος]] σαύρας, περὶ ἧς λέγεται ὅτι μεταβάλλει τὸ ἑαυτῆς [[χρῶμα]], Chamaeleo vulgaris, περιγράφεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 1, Πλίν. 8. 51· χρησιμεύει ὡς εἰκὼν τοῦ εὐμεταβόλου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 8, Πλουτ. Ἀλκιβ. 23. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[χαμαιλέων]], [[ζῷον]] εἰς πάντα τὴν χροιὰν μετατρέπον πλὴν λευκοῦ», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ζῷον]] ᾠοτόκον καὶ πεζόν». ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἶδους τῆς ἀκάνθης ὀνομασθὲν [[οὕτως]] ἐκ τοῦ ὅτι τὰ φύλλα [[αὐτοῦ]] μεταβάλλουσι τὸ [[χρῶμα]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3., 9. 12, 1, Διοσκ. 3. 10, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οντος (ὁ) :<br /><i>litt.</i> « lion nain », caméléon, <i>animal ; fig.</i> comme symbole de mobilité.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[λέων]]. | |||
}} | }} |