Anonymous

ὑλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διυλίζω]], «[[στραγγίζω]]». - Παθητ., δι’ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι Διοσκ. 1. 9, Πλούτ. 2. 897Β, πρβλ. [[διυλίζω]]· ὁ Κρατῖνος (ἐν Ἀδήλ. 98) ὡς μνημονεύεται παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 78, ἔχει: ὕλιζε τὰς ῥῖνας· ἄλλ’ ἐν Οξων. Ἀνεκδ. τ. 2, σ. IV ὑπάρχει ἡ γραφὴ ἔλυζε, ἐξ ἧς ὁ Κραμῆρ. διώρθωσε κλύζε ἢ ἔκλυζε. ([[Κατὰ]] τοὺς γραμματ. ἐκ τοῦ ὗλις. κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ἰλύς, Ἐτυμολ. Μέγ. 180. 10, πρβλ. ὕλη IV.)
|lstext='''ὑλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διυλίζω]], «[[στραγγίζω]]». - Παθητ., δι’ ὀθονίου, διὰ τῆς τέφρας ὑλίζεσθαι Διοσκ. 1. 9, Πλούτ. 2. 897Β, πρβλ. [[διυλίζω]]· ὁ Κρατῖνος (ἐν Ἀδήλ. 98) ὡς μνημονεύεται παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 78, ἔχει: ὕλιζε τὰς ῥῖνας· ἄλλ’ ἐν Οξων. Ἀνεκδ. τ. 2, σ. IV ὑπάρχει ἡ γραφὴ ἔλυζε, ἐξ ἧς ὁ Κραμῆρ. διώρθωσε κλύζε ἢ ἔκλυζε. ([[Κατὰ]] τοὺς γραμματ. ἐκ τοῦ ὗλις. κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ἰλύς, Ἐτυμολ. Μέγ. 180. 10, πρβλ. ὕλη IV.)
}}
{{bailly
|btext=filtrer, clarifier, purifier.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
}}
}}