3,274,913
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτελέω''': μέλλ. -έσω, πληρώνω, ἐπὶ φόρου ἢ δασμοῦ, φόρον ὑποστ. Ἡρόδ. 1. 171, Ξενοφ. Ἑλλην. 1. 3, 9, κλπ.· συντάξεις καὶ φόρους Ἰσοκρ. 140Β, 256Ε· καὶ ἀπολ., πληρώνω φόρον, Θουκ. 3. 46, Λουκ., κλπ.· [[ὡσαύτως]], ὑπ. ἀξίην βασιλέϊ (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀξία]]) Ἡρόδ. 4. 201· ὑπ. ἔρανον, δῶρα Δημ. 142, 1, Πλούτ., κλπ.· ὑποτ. τι, πληρώνω [[χρέος]] τι, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 23. | |lstext='''ὑποτελέω''': μέλλ. -έσω, πληρώνω, ἐπὶ φόρου ἢ δασμοῦ, φόρον ὑποστ. Ἡρόδ. 1. 171, Ξενοφ. Ἑλλην. 1. 3, 9, κλπ.· συντάξεις καὶ φόρους Ἰσοκρ. 140Β, 256Ε· καὶ ἀπολ., πληρώνω φόρον, Θουκ. 3. 46, Λουκ., κλπ.· [[ὡσαύτως]], ὑπ. ἀξίην βασιλέϊ (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀξία]]) Ἡρόδ. 4. 201· ὑπ. ἔρανον, δῶρα Δημ. 142, 1, Πλούτ., κλπ.· ὑποτ. τι, πληρώνω [[χρέος]] τι, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’acquitter d’une dette : φόρον τινί payer à qqn une contribution, un tribut, une redevance quelconque ; <i>en gén.</i> ὑπ. [[τι]] acquitter une dette;<br /><b>2</b> supporter une dépense, <i>en gén.</i> acquitter les frais de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτελής]]. | |||
}} | }} |