3,277,197
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[ὠμός]], ὡς τὸ [[ὠμόθυμος]]· [[λύκος]] Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. [[σίδαρος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911. | |lstext='''ὠμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[ὠμός]], ὡς τὸ [[ὠμόθυμος]]· [[λύκος]] Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. [[σίδαρος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />au cœur dur, cruel, inhumain.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |