Anonymous

τριηρικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριηρικός''': -ή, -όν, [[τριηριτικός]], σκεύη Δημ. 1145. 2· αὐλεῖν τὸ τρ. (ἐξυπακ. [[μέλος]]) Ἀθήν. 535D· ἀλλὰ τριηρικὸν = οἱ τριηρῖται, τὸ [[πλήρωμα]], οἱ ναῦται τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.
|lstext='''τριηρικός''': -ή, -όν, [[τριηριτικός]], σκεύη Δημ. 1145. 2· αὐλεῖν τὸ τρ. (ἐξυπακ. [[μέλος]]) Ἀθήν. 535D· ἀλλὰ τριηρικὸν = οἱ τριηρῖται, τὸ [[πλήρωμα]], οἱ ναῦται τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de trière;<br /><i>subst.</i> τὸ τριηρικόν :<br /><b>1</b> chant des rameurs;<br /><b>2</b> équipage d’une navire.<br />'''Étymologie:''' [[τριήρης]].
}}
}}