3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠκῠτόκος''': -ον, ὁ, συντελῶν πρὸς ταχὺν καὶ εὔκολον τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Τιμόθ. (Ἀποσπ. 2) παρὰ Πλουτ. 2. 282C. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ὠκ. πεδίων ἐπινίσσεται, [[μετὰ]] ζωογόνου ἢ γονιμοποιούσης δυνάμεως, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 689. ΙΙ. προπαροξ. ὠκύτοκος, ον, παθητ., ὁ [[ταχέως]] γεννηθεὶς ἢ παραχθεὶς ὡς ἑρμηνεύουσί τινες ἐν τῷ ἀνωτέρῳ χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ., ἀλλ’ ἴδε Ellendt. καὶ Dind. 2) ὠκύτοκον, τό, ταχὺς [[τοκετός]], [[εὔκολος]], Ἡρόδ. 4. 35. | |lstext='''ὠκῠτόκος''': -ον, ὁ, συντελῶν πρὸς ταχὺν καὶ εὔκολον τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Τιμόθ. (Ἀποσπ. 2) παρὰ Πλουτ. 2. 282C. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ὠκ. πεδίων ἐπινίσσεται, [[μετὰ]] ζωογόνου ἢ γονιμοποιούσης δυνάμεως, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 689. ΙΙ. προπαροξ. ὠκύτοκος, ον, παθητ., ὁ [[ταχέως]] γεννηθεὶς ἢ παραχθεὶς ὡς ἑρμηνεύουσί τινες ἐν τῷ ἀνωτέρῳ χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ., ἀλλ’ ἴδε Ellendt. καὶ Dind. 2) ὠκύτοκον, τό, ταχὺς [[τοκετός]], [[εὔκολος]], Ἡρόδ. 4. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui procure un accouchement prompt et facile ; τὸ ὠκυτόκον HDT accouchement prompt <i>ou</i> facile;<br /><b>2</b> qui féconde vite.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[τίκτω]]. | |||
}} | }} |