3,277,197
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Στύξ''': ἡ, γεν. Στυγός, (ἴδε [[στυγέω]]) δηλ. ἡ στυγουμένη, ποταμὸς ἢ, κατὰ τὸν Σχολ. Ὁμήρου, «[[κρήνη]] ἐν Ἄιδου», Ἰλ. Θ. 369, εἰς ἣν ὤμνυον οἱ θεοὶ τοῦ Ὁμήρου τοὺς φρικωδεστάτους αὐτῶν ὅρκους, ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]· - [[ὡσαύτως]], ἡ [[νύμφη]] τοῦ ποταμοῦ τούτου, πρεσβυτάτη τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, Ἡσ. Θ. 361. 2) [[πηγή]] τις [[λίαν]] ψυχρὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ ἐκ τούτου [[θανατηφόρος]], ἴδε Ἡρόδ. 6. 74, Στράβ. 389, Παυσ. 8. 18. ΙΙ. ὡς προσηγορ., τρομερὸν [[τέρας]], [[ἑρπετόν]], ἄτρωτον ... ὑπὸ στυγὸς Αἰσχύλ. Χο. 532 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Schütz διώρθωσε στύγους). 2) παγερν καὶ διαπεραστικὸν [[ψῦχος]], ἐν τῷ πληθ., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 4. 3) [[μῖσος]], [[ἀποστροφή]], [[μάλιστα]] τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Ἀλκίφρων 3. 34. | |lstext='''Στύξ''': ἡ, γεν. Στυγός, (ἴδε [[στυγέω]]) δηλ. ἡ στυγουμένη, ποταμὸς ἢ, κατὰ τὸν Σχολ. Ὁμήρου, «[[κρήνη]] ἐν Ἄιδου», Ἰλ. Θ. 369, εἰς ἣν ὤμνυον οἱ θεοὶ τοῦ Ὁμήρου τοὺς φρικωδεστάτους αὐτῶν ὅρκους, ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]· - [[ὡσαύτως]], ἡ [[νύμφη]] τοῦ ποταμοῦ τούτου, πρεσβυτάτη τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, Ἡσ. Θ. 361. 2) [[πηγή]] τις [[λίαν]] ψυχρὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ ἐκ τούτου [[θανατηφόρος]], ἴδε Ἡρόδ. 6. 74, Στράβ. 389, Παυσ. 8. 18. ΙΙ. ὡς προσηγορ., τρομερὸν [[τέρας]], [[ἑρπετόν]], ἄτρωτον ... ὑπὸ στυγὸς Αἰσχύλ. Χο. 532 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Schütz διώρθωσε στύγους). 2) παγερν καὶ διαπεραστικὸν [[ψῦχος]], ἐν τῷ πληθ., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 4. 3) [[μῖσος]], [[ἀποστροφή]], [[μάλιστα]] τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Ἀλκίφρων 3. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=Στυγός (ἡ) :<br />le Styx :<br /><b>1</b> fl. d’Arcadie dont l’eau était glaciale;<br /><b>2</b> fl. des Enfers.<br />'''Étymologie:''' [[στύξ]]. | |||
}} | }} |