Anonymous

Στύξ: Difference between revisions

From LSJ
185 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Στύξ''': ἡ, γεν. Στυγός, (ἴδε [[στυγέω]]) δηλ. ἡ στυγουμένη, ποταμὸς ἢ, κατὰ τὸν Σχολ. Ὁμήρου, «[[κρήνη]] ἐν Ἄιδου», Ἰλ. Θ. 369, εἰς ἣν ὤμνυον οἱ θεοὶ τοῦ Ὁμήρου τοὺς φρικωδεστάτους αὐτῶν ὅρκους, ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]· - [[ὡσαύτως]], ἡ [[νύμφη]] τοῦ ποταμοῦ τούτου, πρεσβυτάτη τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, Ἡσ. Θ. 361. 2) [[πηγή]] τις [[λίαν]] ψυχρὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ ἐκ τούτου [[θανατηφόρος]], ἴδε Ἡρόδ. 6. 74, Στράβ. 389, Παυσ. 8. 18. ΙΙ. ὡς προσηγορ., τρομερὸν [[τέρας]], [[ἑρπετόν]], ἄτρωτον ... ὑπὸ στυγὸς Αἰσχύλ. Χο. 532 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Schütz διώρθωσε στύγους). 2) παγερν καὶ διαπεραστικὸν [[ψῦχος]], ἐν τῷ πληθ., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 4. 3) [[μῖσος]], [[ἀποστροφή]], [[μάλιστα]] τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Ἀλκίφρων 3. 34.
|lstext='''Στύξ''': ἡ, γεν. Στυγός, (ἴδε [[στυγέω]]) δηλ. ἡ στυγουμένη, ποταμὸς ἢ, κατὰ τὸν Σχολ. Ὁμήρου, «[[κρήνη]] ἐν Ἄιδου», Ἰλ. Θ. 369, εἰς ἣν ὤμνυον οἱ θεοὶ τοῦ Ὁμήρου τοὺς φρικωδεστάτους αὐτῶν ὅρκους, ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]· - [[ὡσαύτως]], ἡ [[νύμφη]] τοῦ ποταμοῦ τούτου, πρεσβυτάτη τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, Ἡσ. Θ. 361. 2) [[πηγή]] τις [[λίαν]] ψυχρὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ ἐκ τούτου [[θανατηφόρος]], ἴδε Ἡρόδ. 6. 74, Στράβ. 389, Παυσ. 8. 18. ΙΙ. ὡς προσηγορ., τρομερὸν [[τέρας]], [[ἑρπετόν]], ἄτρωτον ... ὑπὸ στυγὸς Αἰσχύλ. Χο. 532 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Schütz διώρθωσε στύγους). 2) παγερν καὶ διαπεραστικὸν [[ψῦχος]], ἐν τῷ πληθ., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 4. 3) [[μῖσος]], [[ἀποστροφή]], [[μάλιστα]] τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Ἀλκίφρων 3. 34.
}}
{{bailly
|btext=Στυγός (ἡ) :<br />le Styx :<br /><b>1</b> fl. d’Arcadie dont l’eau était glaciale;<br /><b>2</b> fl. des Enfers.<br />'''Étymologie:''' [[στύξ]].
}}
}}