3,277,121
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου. | |lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui aime le monde, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]]. | |||
}} | }} |