Anonymous

συνθηρατής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθηρᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
|lstext='''συνθηρᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[συνθηράω]].
}}
}}