Anonymous

συλλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλοχίζω''': [[συγχωνεύω]] εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν [[τάγμα]] Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε [[συλλοχάω]].
|lstext='''συλλοχίζω''': [[συγχωνεύω]] εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν [[τάγμα]] Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε [[συλλοχάω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> réunir par compagnies en un groupe;<br /><b>2</b> distribuer <i>ou</i> répartir par compagnies.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λόχος]].
}}
}}