Anonymous

συνεκπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκπέμπω''': [[ἐκπέμπω]] [[ὁμοῦ]], τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· τοὺς οἰκέτας ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 35· τινὰ ἅμα τινὶ ἐπὶ Θερμοπύλας Διόδ. 11. 4· [[ἐκπέμπω]] κρυφίως, Πλουτ. Μάρ. 40. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐκπέμπω]] ἢ [[ἐκρίπτω]] [[ὁμοῦ]], τὸ [[πῶμα]] Πλάτ. Τίμ. 91Α· «τὸ [[στόμα]] τῇ χειρὶ φιμώσασα τοῦ ἐσφαγμένου μή τινα τῇ ψυχῇ συνεκπέμψειε φωνὴν» παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. φιμοῖ.
|lstext='''συνεκπέμπω''': [[ἐκπέμπω]] [[ὁμοῦ]], τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· τοὺς οἰκέτας ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 35· τινὰ ἅμα τινὶ ἐπὶ Θερμοπύλας Διόδ. 11. 4· [[ἐκπέμπω]] κρυφίως, Πλουτ. Μάρ. 40. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐκπέμπω]] ἢ [[ἐκρίπτω]] [[ὁμοῦ]], τὸ [[πῶμα]] Πλάτ. Τίμ. 91Α· «τὸ [[στόμα]] τῇ χειρὶ φιμώσασα τοῦ ἐσφαγμένου μή τινα τῇ ψυχῇ συνεκπέμψειε φωνὴν» παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. φιμοῖ.
}}
{{bailly
|btext=faire sortir <i>ou</i> renvoyer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπέμπω]].
}}
}}