Anonymous

συναύξησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναύξησις''': -εως, ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] αὐξάνεσθαι, κοινὴ [[αὔξησις]], τῶν ὀστέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· τοῦ ὀστράκου Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 37, 31· ἀπολ., Πολύβ. 1. 6, 3.
|lstext='''συναύξησις''': -εως, ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] αὐξάνεσθαι, κοινὴ [[αὔξησις]], τῶν ὀστέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· τοῦ ὀστράκου Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 37, 31· ἀπολ., Πολύβ. 1. 6, 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />accroissement simultané.<br />'''Étymologie:''' [[συναύξησις]].
}}
}}