Anonymous

συνηδύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνηδύνω''': [[ἡδύνω]], «[[γλυκαίνω]]», ποιῶ εὐάρεστον, ἡδὺ εἰς τὴν γεῦσιν, τὸν ἄρτον Πλούτ. 2. 668Ε, πρβλ. 661Β˙ ― [[καθόλου]], εὐφραίνω τινά, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 6.
|lstext='''συνηδύνω''': [[ἡδύνω]], «[[γλυκαίνω]]», ποιῶ εὐάρεστον, ἡδὺ εἰς τὴν γεῦσιν, τὸν ἄρτον Πλούτ. 2. 668Ε, πρβλ. 661Β˙ ― [[καθόλου]], εὐφραίνω τινά, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 6.
}}
{{bailly
|btext=rendre <i>ou</i> faire paraître en même temps agréable.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἡδύνω]].
}}
}}