Anonymous

συντεχνάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντεχνάζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[τεχνάζω]], ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος [[σχεδιάζω]] καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.
|lstext='''συντεχνάζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[τεχνάζω]], ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος [[σχεδιάζω]] καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.
}}
{{bailly
|btext=combiner, machiner (un complot, une ruse, <i>etc.</i>) avec, τινι ; <i>abs.</i> aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τεχνάζω]].
}}
}}