Anonymous

συστρατηγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συστρᾰτηγέω''': εἶμαι συστράτηγός τινος, [[μετὰ]] γεν. προσ., τινὸς Δημ. 401. 2, Πλούτ. ΙΙ. μεταβ., ἐνεργῶ μετά τινος ὡς [[συστράτηγος]], τὴν κάθοδόν τινι Στράβ. 259.
|lstext='''συστρᾰτηγέω''': εἶμαι συστράτηγός τινος, [[μετὰ]] γεν. προσ., τινὸς Δημ. 401. 2, Πλούτ. ΙΙ. μεταβ., ἐνεργῶ μετά τινος ὡς [[συστράτηγος]], τὴν κάθοδόν τινι Στράβ. 259.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> commander une armée avec un autre, être le lieutentnant général de, gén.;<br /><b>2</b> préparer ensemble par des ruses et des intrigues.<br />'''Étymologie:''' [[συστρατηγός]].
}}
}}