Anonymous

σύναμμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναμμα''': τό, ([[συνάπτω]]) [[συνένωσις]], [[σύνδεσμος]], [[δεσμός]], [[κόμβος]], εἰ μέλλει ἰσχυρῶς [[ὥσπερ]] [[σύναμμα]] ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.
|lstext='''σύναμμα''': τό, ([[συνάπτω]]) [[συνένωσις]], [[σύνδεσμος]], [[δεσμός]], [[κόμβος]], εἰ μέλλει ἰσχυρῶς [[ὥσπερ]] [[σύναμμα]] ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nœud.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
}}