Anonymous

σύνηβος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνηβος''': ὁ, ἡ, (ἥβη) ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Καδμείων τε σύνηβοι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 438.
|lstext='''σύνηβος''': ὁ, ἡ, (ἥβη) ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Καδμείων τε σύνηβοι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 438.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de jeunesse.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥβη]].
}}
}}