Anonymous

σφαιρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφαιρίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. [[φαιρίδδω]], Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· [[νεανίας]] τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς [[σφαῖρα]], ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς [[ἔδαφος]] ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.
|lstext='''σφαιρίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. [[φαιρίδδω]], Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· [[νεανίας]] τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς [[σφαῖρα]], ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς [[ἔδαφος]] ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=jouer à la balle.<br />'''Étymologie:''' [[σφαῖρα]].
}}
}}