Anonymous

συναπεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπεργάζομαι''': ἀποθετ., [[ἀπεργάζομαι]] [[ὁμοῦ]], τελειώνω [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Πολ. 443Ε, Τίμ. 38Ε. ΙΙ. σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, βοηθῶ διὰ τῆς γλώσσης καὶ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος τὴν ἐξιστόρησιν τῶν μύθων [[ὥστε]] νὰ φέρωσιν [[ἀποτέλεσμα]] ἐπὶ τοὺς ἀκούοντας, Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1, πρβλ. 3· [[οὕτως]] ἐπὶ ῥήτορος, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ [[ὅλως]] τῇ ὑποκρίσει ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14.
|lstext='''συναπεργάζομαι''': ἀποθετ., [[ἀπεργάζομαι]] [[ὁμοῦ]], τελειώνω [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Πολ. 443Ε, Τίμ. 38Ε. ΙΙ. σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, βοηθῶ διὰ τῆς γλώσσης καὶ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος τὴν ἐξιστόρησιν τῶν μύθων [[ὥστε]] νὰ φέρωσιν [[ἀποτέλεσμα]] ἐπὶ τοὺς ἀκούοντας, Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1, πρβλ. 3· [[οὕτως]] ἐπὶ ῥήτορος, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ [[ὅλως]] τῇ ὑποκρίσει ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aider à achever, à accomplir <i>ou</i> à exécuter;<br /><b>2</b> venir en aide à, compléter <i>ou</i> achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπεργάζομαι]].
}}
}}