Anonymous

σφηνόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφηνόω''': ποιῶ τι σφηνοειδές, δίδω εἰς αὐτὸ [[σχῆμα]] σφηνός, «κρόμμυα καὶ [[ἅλας]] ἑνώσαντες καὶ σφηνώσαντες εἰς τὴν ἕδραν ἐσωτάτω προσωθοῦσι» Γεωπ. 17. 19, 4. ― Παθητ., σφηνοῦμαι, τὸ σφηνούμενον, τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς ὃ τίθεται σφὴν [[ὅπως]] σχισθῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 17. 2· [[κλίνη]] χρυσῷ ἐσφηνωμένη, πεποικιλμένη δι’ ἐντεθειμένων χρυσῶν ἥλων, Λουκ. Ὄν. 53. 2) Παθ., ἐμβάλλομαι [[ὥσπερ]] [[σφήν]], εἰς τὸ [[μέσον]] Πολύβ. 27. 9, 4, πρβλ. Ἄρατ. 526. 3) σφηνώνω, βουλλώνω καλά, [[ὅταν]] δὲ σφηνωθῇ... ἡ ὀπὴ Γεωπον. 9. 10, 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 463. ― Μέσ., σφήνου τὸ [[πρόθυρον]], κλεῖσον [[καλῶς]]. Ἀνθ. Π. 5. 41. ― Παθ., Διοσκ. 5. 40· σφηνωθεὶς ἀπέθανεν, ἐκ σφηνώσεως, ἀποφράξεως τοῦ πνεύματος, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ― Πρβλ. [[σφηκόω]]. ΙΙ. [[βασανίζω]], εἰς βάσανον [[ὑποβάλλω]] ἴδε σφὴν ΙΙ)· «σφηκούμενος, στρεβλούμενος, βασανιζόμενος» Σουΐδ. ἐν λέξ. σφηνωθείς, Πλούτ. 2. 498D.
|lstext='''σφηνόω''': ποιῶ τι σφηνοειδές, δίδω εἰς αὐτὸ [[σχῆμα]] σφηνός, «κρόμμυα καὶ [[ἅλας]] ἑνώσαντες καὶ σφηνώσαντες εἰς τὴν ἕδραν ἐσωτάτω προσωθοῦσι» Γεωπ. 17. 19, 4. ― Παθητ., σφηνοῦμαι, τὸ σφηνούμενον, τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς ὃ τίθεται σφὴν [[ὅπως]] σχισθῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 17. 2· [[κλίνη]] χρυσῷ ἐσφηνωμένη, πεποικιλμένη δι’ ἐντεθειμένων χρυσῶν ἥλων, Λουκ. Ὄν. 53. 2) Παθ., ἐμβάλλομαι [[ὥσπερ]] [[σφήν]], εἰς τὸ [[μέσον]] Πολύβ. 27. 9, 4, πρβλ. Ἄρατ. 526. 3) σφηνώνω, βουλλώνω καλά, [[ὅταν]] δὲ σφηνωθῇ... ἡ ὀπὴ Γεωπον. 9. 10, 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 463. ― Μέσ., σφήνου τὸ [[πρόθυρον]], κλεῖσον [[καλῶς]]. Ἀνθ. Π. 5. 41. ― Παθ., Διοσκ. 5. 40· σφηνωθεὶς ἀπέθανεν, ἐκ σφηνώσεως, ἀποφράξεως τοῦ πνεύματος, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ― Πρβλ. [[σφηκόω]]. ΙΙ. [[βασανίζω]], εἰς βάσανον [[ὑποβάλλω]] ἴδε σφὴν ΙΙ)· «σφηκούμενος, στρεβλούμενος, βασανιζόμενος» Σουΐδ. ἐν λέξ. σφηνωθείς, Πλούτ. 2. 498D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />torturer avec un coin.<br />'''Étymologie:''' [[σφήν]].
}}
}}