3,277,243
edits
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχέδιος''': -α, -ον, ([[σχεδόν]]). Ι. ἐπὶ τόπου, [[πλησίος]], σχέδια βέλη, ὅπλα χρήσιμα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ [[συστάδην]] μάχην, Αἰσχύλ. Χο. 162· σχ. [[δόρυ]] Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 311· ἐν μάχῃ Συλλ. Ἐπιγρ. 3557. 3, πρβλ. [[σχεδίην]], [[αὐτοσχέδιος]]. 2) [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], [[ἱππασία]] [[Πολυδ]]. Α΄, 214. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[αἰφνίδιος]], [[ἀπροσδόκητος]], αἰτίη, [[πρόφασις]], [[πόνος]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7, κλπ.· ἐπὶ σχεδίου, ὡς ἐπίρρ., [[αὐτόθι]] 2. 6· ― ὁ ἐκ τοῦ προχείρου, [[πρόχειρος]], Λατιν. extemporalis, [[ποτὸν]] Ἀνθ. Π. 11. 64· [[λόγος]] Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18, κλπ.· σχέδιον, τό, [[λόγος]] ἐκ τοῦ προχείρου, impromptu, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 422. 2) πεπραγμένος ἢ πεποιημένος ἐκ τοῦ προχείρου, [[πρόχειρος]], [[συνήθης]], (= [[εὐτελής]], Φώτ., Ἡσύχ.), [[οἴνη]] Νικ. Θηρ. 622, πρβλ. Γρηγορ. Ναζ. Ποιήμ. 4. 124· τροφὴ Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 576. ― Ἐπίρρ. -ίως, αἰφνιδίως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 2· ἀμελῶς, ἄρτος σχ. ὠπτημένος Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἁλιέα 45· ματαίως, Ἄρατ. 1154. | |lstext='''σχέδιος''': -α, -ον, ([[σχεδόν]]). Ι. ἐπὶ τόπου, [[πλησίος]], σχέδια βέλη, ὅπλα χρήσιμα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ [[συστάδην]] μάχην, Αἰσχύλ. Χο. 162· σχ. [[δόρυ]] Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 311· ἐν μάχῃ Συλλ. Ἐπιγρ. 3557. 3, πρβλ. [[σχεδίην]], [[αὐτοσχέδιος]]. 2) [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], [[ἱππασία]] [[Πολυδ]]. Α΄, 214. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[αἰφνίδιος]], [[ἀπροσδόκητος]], αἰτίη, [[πρόφασις]], [[πόνος]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7, κλπ.· ἐπὶ σχεδίου, ὡς ἐπίρρ., [[αὐτόθι]] 2. 6· ― ὁ ἐκ τοῦ προχείρου, [[πρόχειρος]], Λατιν. extemporalis, [[ποτὸν]] Ἀνθ. Π. 11. 64· [[λόγος]] Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18, κλπ.· σχέδιον, τό, [[λόγος]] ἐκ τοῦ προχείρου, impromptu, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 422. 2) πεπραγμένος ἢ πεποιημένος ἐκ τοῦ προχείρου, [[πρόχειρος]], [[συνήθης]], (= [[εὐτελής]], Φώτ., Ἡσύχ.), [[οἴνη]] Νικ. Θηρ. 622, πρβλ. Γρηγορ. Ναζ. Ποιήμ. 4. 124· τροφὴ Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 576. ― Ἐπίρρ. -ίως, αἰφνιδίως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 2· ἀμελῶς, ἄρτος σχ. ὠπτημένος Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἁλιέα 45· ματαίως, Ἄρατ. 1154. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />proche ; qui sert à combattre de près.<br />'''Étymologie:''' [[σχεδόν]] ; v. [[σχεδία]], [[σχεδίην]]. | |||
}} | }} |