3,274,216
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφονδύλη''': ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ [[σπονδύλη]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς [[εἶδος]] κανθάρου ἐκπέμποντος [[λίαν]] ἰσχυρὰν ὀσμὴν [[ὁπόταν]] προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. [[σπονδύλη]]), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «[[σπονδύλη]]· ἡ [[γαλῆ]] παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.] | |lstext='''σφονδύλη''': ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ [[σπονδύλη]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς [[εἶδος]] κανθάρου ἐκπέμποντος [[λίαν]] ἰσχυρὰν ὀσμὴν [[ὁπόταν]] προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. [[σπονδύλη]]), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «[[σπονδύλη]]· ἡ [[γαλῆ]] παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />insecte qui s’attaque aux racines des plantes, courtilière, taupin, scarabée <i>ou</i> blatte.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | |||
}} | }} |