Anonymous

ταλαύρινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλαύρῑνος''': -ον, (ταλα *[[τλάω]], ϝρινός, πρβλ. ταλαϝεργός) ὁ φέρων ἀσπίδα ἐξ ἰσχυροῦ δέρματος ταύρου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως μεταφορ., [[καρτερικός]], [[ἀτρόμητος]], [[ἀκαταμάχητος]], τ. πολεμιστὴς Ἰλ. Ε. 289, Υ. 78, κλπ.· οὕτω, Πόλεμος Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· καὶ ἐμπαικτικῶς ἐπὶ τοῦ Λαμάχου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 964 ταλ. [[χρώς]], παχύ, χονδρόν, ἀντέχον, ἰσχυρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 7. 208. - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, ἰσχυρῶς, καρτερικῶς μάχεσθαι, Ἰλ. Η. 239.
|lstext='''τᾰλαύρῑνος''': -ον, (ταλα *[[τλάω]], ϝρινός, πρβλ. ταλαϝεργός) ὁ φέρων ἀσπίδα ἐξ ἰσχυροῦ δέρματος ταύρου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως μεταφορ., [[καρτερικός]], [[ἀτρόμητος]], [[ἀκαταμάχητος]], τ. πολεμιστὴς Ἰλ. Ε. 289, Υ. 78, κλπ.· οὕτω, Πόλεμος Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· καὶ ἐμπαικτικῶς ἐπὶ τοῦ Λαμάχου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 964 ταλ. [[χρώς]], παχύ, χονδρόν, ἀντέχον, ἰσχυρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 7. 208. - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ταλαύρινον πολεμίζειν, ἰσχυρῶς, καρτερικῶς μάχεσθαι, Ἰλ. Η. 239.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au cuir, <i>càd</i> au bouclier (de peau) résistant ; invincible, indomptable ; <i>adv.</i> • ταλαύρινον IL avec une force invincible.<br />'''Étymologie:''' [[τάλας]], [[ῥινός]].
}}
}}