Anonymous

τείχισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τείχῐσις''': -εως, ἡ, τὸ τειχίζειν, κτίσιμον τείχους, [[περιτείχισις]], Θουκ. 7. 6, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
|lstext='''τείχῐσις''': -εως, ἡ, τὸ τειχίζειν, κτίσιμον τείχους, [[περιτείχισις]], Θουκ. 7. 6, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />construction d’un rempart, d’un ouvrage de défense.<br />'''Étymologie:''' [[τειχίζω]].
}}
}}