Anonymous

ταχύς: Difference between revisions

From LSJ
3,290 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχύς''': [ῠ], εῖα, ύ· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς τὸ ὠκύς· Ι. ἐπὶ κινήσεως, [[ταχύς]], σπεύδων, [[ὁρμητικός]], ἀντίθετον τῷ [[βραδύς]], Ὅμ., κλπ. 1) ἐπὶ προσώπων ἢ ἀπολ., Ἰλ. Σ. 69, κτλ.· ἢ πληρέστερον ταχὺς πόδας, [[ταχύπους]], Ν. 249. 482., Ρ. 709, κτλ.· ταχὺς [[ἔσκε]] θέειν Ὀδ. Ρ. 308· θείειν τ. Ἰλ. Π. 180, Ὀδ. Γ. 112· [[οὕτως]] ἐπὶ ζῴων, κύνες, [[ἔλαφος]], [[πτώξ]], [[ἵππος]] Ἰλ. Γ. 26., Θ. 248, κτλ.· οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον Ω. 292, πρβλ. Ὀδ. Ο. 526· ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., τ. [[βαδιστής]], ὁ [[ταχέως]] βαδίζων, Εὐρ. Μήδ. 1182· τ. [[ὑπηρέτης]], [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τ. πόδες Ἰλ. Ζ. 514, Ὀδ. Ν. 261, κτλ.· τ. ἰός, ὀϊστὸς Ἰλ. Δ. 94, Ὀδ. Χ. 3, κτλ.· πτερὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1453· ἅρμα Πινδ. Ο. 1. 125· [[νῆες]], τριήρεις Ἡρόδ. 8. 13, Θουκ., κτλ.· [[[ἴχνος]]] τὸ τοῦ ποδὸς μὲν βραδύ, τὸ τοῦ δὲ νοῦ ταχὺ Εὐρ. Ἴων 742. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ φρονεῖν, σκέπτεσθαι ἢ ποιεῖν τι, φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς Σοφ. Ο. Τ. 617· μετ’ ἀπαρ., βλάπτειν τ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1428· τ. βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον Θουκ. 1. 132, πρβλ. 118, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 12, [[ὡσαύτως]], τ. πρὸς ὀργήν Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· τὸ ταχύ, ἡ ταχύτης, ἡ [[σπουδή]], Εὐριπ. Φοίν. 452, Ξεν. Ἱππ. 7. 18, κλπ. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ ἐνεργειῶν, γεγονότων, κλπ., [[ταχύς]], [[αἰφνίδιος]], [[πήδημα]] Σοφ. Αἴ. 833· ᾄδης, [[μόρος]] Εὐρ. Ἱππ. 1047, Μόσχ. 3. 26· [[πόλεμος]] Θουκ. 4. 55., 6. 45· φυγὴ ὁ αὐτ. 4. 44· μεταβολὴ Πλάτ. Πολ. 553D· ― [[βραχύς]], [[σύντομος]], τ. ἐλπίδες, [[ταχέως]] παρερχόμεναι, Πινδ. Π. 1. 161· ἐπαυρέσεις Θουκ. 2. 53· ὁδὸς Ἀριστοφάν. Βάτρ. 127· ταχεῖ ξὺν χρόνῳ Σοφ. Ο. Κ. 1602· τ. [[διήγησις]], βραχεῖα, [[σύντομος]], Ἀριστ. Ρητορ. 3. 16, 4, κλπ. Β. Ἐπίρρ., 1) ἐν τῷ ὁμαλῷ τύπῳ τᾰχέως, «γρήγορα», ἀντίθετον τῷ βραδέως, Ἰλ. Ψ. 365, Ἡσ. Θεογ. 103, καὶ Ἀττ. 2) τὸ ἐπίρρ. [[ὡσαύτως]] ἐκφέρεται περιφραστικῶς, διὰ ταχέων, ἐν σπουδῇ, Θουκ. 1. 80., 3. 13, Πλάτ., κλπ.· ἐκ ταχείας Σοφ. Τρ. 395· πρβλ. [[τάχος]] ΙΙ. 3) οὐδ. ταχὺ ὡς ἐπίρρ., Πινδ. Π. 10. 80, Ν. 1. 78, Σοφ. Φιλ. 349, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 885, Ἀριστοφ., κτλ.· συχνότερον [[τάχα]] (ὃ ἴδε). 4) δυνάμεθα νὰ προσθέσωμεν ὅτι τὸ ἐπίθ. ταχὺς [[συχνάκις]] συντάσσεται [[μετὰ]] ῥημάτων, [[ὅπου]] ἔπρεπε νὰ τεθῇ τὸ ἐπίρρ., [[οἷον]], ταχέες δ’ ἱππῆες ἔγερθεν Ἰλ. Χ. 287· ταχεῖά γ’ ἦλθε χρησμῶν [[πρᾶξις]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 739· ὁρμάσθω ταχὺς Σοφ. Φιλ. 526· δεῦρ’ ἀφίξεται τ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 307· τ. [[χάρις]] διαρρεῖ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1266, πρβλ. 1253, Θουκ. 2. 75., 5. 66. Γ. Βαθμὸς παραθέσεως: Ι. Συγκρ.: 1) ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τᾰχύτερος, α, ον, [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., ποιέειν ταχύτερα ἢ σοφώτερα 3. 65., 7. 194· καὶ ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 8, ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 77. ταχύτερον ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 4. 127., 9. 101. 2) ὁ συνηθέστερος [[τύπος]] [[εἶναι]] [[θάσσων]], οὐδ. [[θᾶσσον]], γεν. ονος, νεώτερ. Ἀττ. θάττων, οὐδ. θᾶττον, Ὅμ., κλπ.. ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ὅμ., κλπ., [[θᾶσσον]] ἄν... κλύοιμι Σοφ. Φιλ. 631· [[θᾶσσον]], [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατιν. ocius, [[συχνάκις]] κεῖται ἀντὶ τοῦ θεττικοῦ, Ἰλ. Β. 440, Ὀδ. Ο. 201., Π. 130, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· οὐ [[θᾶσσον]] οἴσεις; δὲν θὰ σπεύσῃς νὰ τὸ φέρῃς; Σοφ. Τρ. 1183, πρβλ. Ο. Τ. 430· θᾶττον νοήματος, ταχύτερον διανοήματος, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 824, κλπ.· [[μετὰ]] ἐπιτατικοῦ ἢ [[μετὰ]] συνδέσμων, ὅ τι [[θᾶσσον]], ὡς τὸ ὅ τι τάχιστα, Θεόκρ. 24. 48· [[ἐπειδὴ]] θᾶττον Δημ. 1257, ἐν τέλ.· [[ἐπειδὰν]] θ. Πλάτ. Πρωτ. 325C· ὅτε ἢ [[ὅταν]] θ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 7, 1., 9. 4, 5· ὡς θ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57· ἐὰν ἢ ἢν θ. [[αὐτόθι]] 3. 3, 20, Ἀνάβ. 6. 3, 20. 3) ὁ [[τύπος]] [[ταχίων]] [ῑ], οὐδ. ιον, [[εἶναι]] συχνὸς παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Διον. Ἁλ., Διόδ., καὶ Πλούτ.· ἀλλὰ [[σπάνιος]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Piers. εἰς Μοῖριν σ. 436, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 144. ΙΙ. τὸ ὁμαλὸν ὑπερθετ. [[εἶναι]] σπάνιον, ταχύτατα ἅρματα Πινδ. Ο. 1. 125· ταχύτατα ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27· κατέφαγε πάμπολλα καὶ ταχύτατα Ἀντιφ. ἐν «Δραπεταγωγῷ» 1. 4. 2) ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] [[εἶναι]] τάχιστος, η, ον, Ὅμ., κλπ.· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον τὸ οὐδ. πληθ. τάχιστα ὡς ἐπίρρ., πολὺ [[ταχέως]], ἐν μεγίστῃ σπουδῇ, [[ὅττι]] τάχιστα, ὅσον τὸ δυνατὸν τάχιστα, ὡς τὸ ὅ τι [[τάχος]] (ἴδε [[τάχος]] ΙΙ), Λατ. quam celerrime, Ἰλ. Δ. 193., 1. 659, κλπ.· Ἀττ.· ὅ τι τάχιστα Σοφ. Ο. Τ. 1341, Θουκ. 3. 31, κλπ.· ― οὕτω, ὅσον τ., Αἰσχύλ. Χο. 772, Σοφ. Ο. Τ. 1436, κλπ.· ὡς τ. Πινδ. Ο. 13. 112, Ἡρόδ. 1. 210, κ. ἀλλ., Ἀττικ.· [[ὅπως]] τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 605, Σοφ. Ο. Τ. 1410, Ἀριστοφάν. Σφ. 167· ― αὗται [[εἶναι]] ἐλλειπτικαὶ φράσεις, ὡς δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐκ τῶν ἑπομένων παραδειγμάτων, ὡς δυνατόν ἐστι τάχιστα Πλάτ. Νόμ. 710Β, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 3· ᾗ δυνατὸν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 3, 6· ὡς ἢ ᾗ ἠδύνατο τ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 14, Ἀνάβ. 1. 2, 4· ὡς δύναιτο τ. Ἡρόδ. 1. 79· ὡς ἢ ᾗ ἂν δύνωμαι τ. Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 1, 38, Κύρ. 7. 1, 9. β) τάχιστα [[μετὰ]] χρονικὰ μόρια, ὡς τὸ Λατ. quum primum, [[ἐπεὶ]] (Ἰωνικ. ἐπεί τε) τάχιστα Ἡρόδ. 1. 27, 75, καὶ Ἀττ.· [[ἐπειδὴ]] τ. Πλάτ. Πρωτ. 310D, Δημ. κλπ.· ἐπεὰν ἢ [[ἐπήν]], [[ἐπάν]], τ. Ἡρόδ. 4. 134., 7. 129, 163, Ξεν., κλπ.· [[ἐπειδὰν]] τ. Ἡρόδ. 8. 144, Ξενοφ., κλπ.· [[ὅταν]] τ. Ξενοφ. Κύρ. 4. 5, 33· ― [[ὡσαύτως]], ὡς... τάχιστα (ἐν [[ταύτῃ]] τῇ χρήσει αἱ δύο λέξεις ἀείποτε χωρίζονται δι’ ἄλλων λέξεων), Ἡρόδ. 1. 11, 19, 47, 65, κλπ., καὶ Ἀττ.· ― [[ὅπως]] τ. Αἰσχύλ. Πρ. 228· ― ἡ αὐτὴ [[ἔννοια]] ἐκφέρεται διὰ τῆς μετοχ., ἀπαλλαγεὶς τάχιστα = ὡς ἀπηλλάγη τ., Πλουτ. Δημ. 8, πρβλ. 25. 3) [[συχν]]. καὶ παρὰ πεζογράφοις, τὴν ταχίστην (πλῆρες: τὴν τ. ὁδὸν Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 20, Λουκ.), ὡς ἐπίρρ., διὰ τῆς ταχίστης ὁδοῦ, δηλ. ὡς τάχιστα, Ἡρόδ. 1. 24, 73, 81, 86, κλπ. (Τὴν ῥίζαν τῆς λέξεως ταύτης εὗρεν ὁ Curt. ἐν τῷ Σανσκρ. tak, tak-âmi (praeceps feror), tak-us (properans)· παραβάλλει δὲ τὸ Ζενδ. tak-a (currens), takh-ma (celer, fortis)· τὸ Λιθ. tek-ù (fluo, curro)· Σλαυ. tek-ŭ ([[δρόμος]]), tok-ŭ ([[ῥεῦμα]]).)
|lstext='''τᾰχύς''': [ῠ], εῖα, ύ· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς τὸ ὠκύς· Ι. ἐπὶ κινήσεως, [[ταχύς]], σπεύδων, [[ὁρμητικός]], ἀντίθετον τῷ [[βραδύς]], Ὅμ., κλπ. 1) ἐπὶ προσώπων ἢ ἀπολ., Ἰλ. Σ. 69, κτλ.· ἢ πληρέστερον ταχὺς πόδας, [[ταχύπους]], Ν. 249. 482., Ρ. 709, κτλ.· ταχὺς [[ἔσκε]] θέειν Ὀδ. Ρ. 308· θείειν τ. Ἰλ. Π. 180, Ὀδ. Γ. 112· [[οὕτως]] ἐπὶ ζῴων, κύνες, [[ἔλαφος]], [[πτώξ]], [[ἵππος]] Ἰλ. Γ. 26., Θ. 248, κτλ.· οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον Ω. 292, πρβλ. Ὀδ. Ο. 526· ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., τ. [[βαδιστής]], ὁ [[ταχέως]] βαδίζων, Εὐρ. Μήδ. 1182· τ. [[ὑπηρέτης]], [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τ. πόδες Ἰλ. Ζ. 514, Ὀδ. Ν. 261, κτλ.· τ. ἰός, ὀϊστὸς Ἰλ. Δ. 94, Ὀδ. Χ. 3, κτλ.· πτερὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1453· ἅρμα Πινδ. Ο. 1. 125· [[νῆες]], τριήρεις Ἡρόδ. 8. 13, Θουκ., κτλ.· [[[ἴχνος]]] τὸ τοῦ ποδὸς μὲν βραδύ, τὸ τοῦ δὲ νοῦ ταχὺ Εὐρ. Ἴων 742. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ φρονεῖν, σκέπτεσθαι ἢ ποιεῖν τι, φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς Σοφ. Ο. Τ. 617· μετ’ ἀπαρ., βλάπτειν τ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1428· τ. βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον Θουκ. 1. 132, πρβλ. 118, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 12, [[ὡσαύτως]], τ. πρὸς ὀργήν Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· τὸ ταχύ, ἡ ταχύτης, ἡ [[σπουδή]], Εὐριπ. Φοίν. 452, Ξεν. Ἱππ. 7. 18, κλπ. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ ἐνεργειῶν, γεγονότων, κλπ., [[ταχύς]], [[αἰφνίδιος]], [[πήδημα]] Σοφ. Αἴ. 833· ᾄδης, [[μόρος]] Εὐρ. Ἱππ. 1047, Μόσχ. 3. 26· [[πόλεμος]] Θουκ. 4. 55., 6. 45· φυγὴ ὁ αὐτ. 4. 44· μεταβολὴ Πλάτ. Πολ. 553D· ― [[βραχύς]], [[σύντομος]], τ. ἐλπίδες, [[ταχέως]] παρερχόμεναι, Πινδ. Π. 1. 161· ἐπαυρέσεις Θουκ. 2. 53· ὁδὸς Ἀριστοφάν. Βάτρ. 127· ταχεῖ ξὺν χρόνῳ Σοφ. Ο. Κ. 1602· τ. [[διήγησις]], βραχεῖα, [[σύντομος]], Ἀριστ. Ρητορ. 3. 16, 4, κλπ. Β. Ἐπίρρ., 1) ἐν τῷ ὁμαλῷ τύπῳ τᾰχέως, «γρήγορα», ἀντίθετον τῷ βραδέως, Ἰλ. Ψ. 365, Ἡσ. Θεογ. 103, καὶ Ἀττ. 2) τὸ ἐπίρρ. [[ὡσαύτως]] ἐκφέρεται περιφραστικῶς, διὰ ταχέων, ἐν σπουδῇ, Θουκ. 1. 80., 3. 13, Πλάτ., κλπ.· ἐκ ταχείας Σοφ. Τρ. 395· πρβλ. [[τάχος]] ΙΙ. 3) οὐδ. ταχὺ ὡς ἐπίρρ., Πινδ. Π. 10. 80, Ν. 1. 78, Σοφ. Φιλ. 349, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 885, Ἀριστοφ., κτλ.· συχνότερον [[τάχα]] (ὃ ἴδε). 4) δυνάμεθα νὰ προσθέσωμεν ὅτι τὸ ἐπίθ. ταχὺς [[συχνάκις]] συντάσσεται [[μετὰ]] ῥημάτων, [[ὅπου]] ἔπρεπε νὰ τεθῇ τὸ ἐπίρρ., [[οἷον]], ταχέες δ’ ἱππῆες ἔγερθεν Ἰλ. Χ. 287· ταχεῖά γ’ ἦλθε χρησμῶν [[πρᾶξις]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 739· ὁρμάσθω ταχὺς Σοφ. Φιλ. 526· δεῦρ’ ἀφίξεται τ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 307· τ. [[χάρις]] διαρρεῖ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1266, πρβλ. 1253, Θουκ. 2. 75., 5. 66. Γ. Βαθμὸς παραθέσεως: Ι. Συγκρ.: 1) ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τᾰχύτερος, α, ον, [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., ποιέειν ταχύτερα ἢ σοφώτερα 3. 65., 7. 194· καὶ ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 8, ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 77. ταχύτερον ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 4. 127., 9. 101. 2) ὁ συνηθέστερος [[τύπος]] [[εἶναι]] [[θάσσων]], οὐδ. [[θᾶσσον]], γεν. ονος, νεώτερ. Ἀττ. θάττων, οὐδ. θᾶττον, Ὅμ., κλπ.. ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ὅμ., κλπ., [[θᾶσσον]] ἄν... κλύοιμι Σοφ. Φιλ. 631· [[θᾶσσον]], [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατιν. ocius, [[συχνάκις]] κεῖται ἀντὶ τοῦ θεττικοῦ, Ἰλ. Β. 440, Ὀδ. Ο. 201., Π. 130, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· οὐ [[θᾶσσον]] οἴσεις; δὲν θὰ σπεύσῃς νὰ τὸ φέρῃς; Σοφ. Τρ. 1183, πρβλ. Ο. Τ. 430· θᾶττον νοήματος, ταχύτερον διανοήματος, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 824, κλπ.· [[μετὰ]] ἐπιτατικοῦ ἢ [[μετὰ]] συνδέσμων, ὅ τι [[θᾶσσον]], ὡς τὸ ὅ τι τάχιστα, Θεόκρ. 24. 48· [[ἐπειδὴ]] θᾶττον Δημ. 1257, ἐν τέλ.· [[ἐπειδὰν]] θ. Πλάτ. Πρωτ. 325C· ὅτε ἢ [[ὅταν]] θ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 7, 1., 9. 4, 5· ὡς θ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57· ἐὰν ἢ ἢν θ. [[αὐτόθι]] 3. 3, 20, Ἀνάβ. 6. 3, 20. 3) ὁ [[τύπος]] [[ταχίων]] [ῑ], οὐδ. ιον, [[εἶναι]] συχνὸς παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Διον. Ἁλ., Διόδ., καὶ Πλούτ.· ἀλλὰ [[σπάνιος]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Piers. εἰς Μοῖριν σ. 436, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 144. ΙΙ. τὸ ὁμαλὸν ὑπερθετ. [[εἶναι]] σπάνιον, ταχύτατα ἅρματα Πινδ. Ο. 1. 125· ταχύτατα ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27· κατέφαγε πάμπολλα καὶ ταχύτατα Ἀντιφ. ἐν «Δραπεταγωγῷ» 1. 4. 2) ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] [[εἶναι]] τάχιστος, η, ον, Ὅμ., κλπ.· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον τὸ οὐδ. πληθ. τάχιστα ὡς ἐπίρρ., πολὺ [[ταχέως]], ἐν μεγίστῃ σπουδῇ, [[ὅττι]] τάχιστα, ὅσον τὸ δυνατὸν τάχιστα, ὡς τὸ ὅ τι [[τάχος]] (ἴδε [[τάχος]] ΙΙ), Λατ. quam celerrime, Ἰλ. Δ. 193., 1. 659, κλπ.· Ἀττ.· ὅ τι τάχιστα Σοφ. Ο. Τ. 1341, Θουκ. 3. 31, κλπ.· ― οὕτω, ὅσον τ., Αἰσχύλ. Χο. 772, Σοφ. Ο. Τ. 1436, κλπ.· ὡς τ. Πινδ. Ο. 13. 112, Ἡρόδ. 1. 210, κ. ἀλλ., Ἀττικ.· [[ὅπως]] τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 605, Σοφ. Ο. Τ. 1410, Ἀριστοφάν. Σφ. 167· ― αὗται [[εἶναι]] ἐλλειπτικαὶ φράσεις, ὡς δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐκ τῶν ἑπομένων παραδειγμάτων, ὡς δυνατόν ἐστι τάχιστα Πλάτ. Νόμ. 710Β, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 3· ᾗ δυνατὸν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 3, 6· ὡς ἢ ᾗ ἠδύνατο τ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 14, Ἀνάβ. 1. 2, 4· ὡς δύναιτο τ. Ἡρόδ. 1. 79· ὡς ἢ ᾗ ἂν δύνωμαι τ. Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 1, 38, Κύρ. 7. 1, 9. β) τάχιστα [[μετὰ]] χρονικὰ μόρια, ὡς τὸ Λατ. quum primum, [[ἐπεὶ]] (Ἰωνικ. ἐπεί τε) τάχιστα Ἡρόδ. 1. 27, 75, καὶ Ἀττ.· [[ἐπειδὴ]] τ. Πλάτ. Πρωτ. 310D, Δημ. κλπ.· ἐπεὰν ἢ [[ἐπήν]], [[ἐπάν]], τ. Ἡρόδ. 4. 134., 7. 129, 163, Ξεν., κλπ.· [[ἐπειδὰν]] τ. Ἡρόδ. 8. 144, Ξενοφ., κλπ.· [[ὅταν]] τ. Ξενοφ. Κύρ. 4. 5, 33· ― [[ὡσαύτως]], ὡς... τάχιστα (ἐν [[ταύτῃ]] τῇ χρήσει αἱ δύο λέξεις ἀείποτε χωρίζονται δι’ ἄλλων λέξεων), Ἡρόδ. 1. 11, 19, 47, 65, κλπ., καὶ Ἀττ.· ― [[ὅπως]] τ. Αἰσχύλ. Πρ. 228· ― ἡ αὐτὴ [[ἔννοια]] ἐκφέρεται διὰ τῆς μετοχ., ἀπαλλαγεὶς τάχιστα = ὡς ἀπηλλάγη τ., Πλουτ. Δημ. 8, πρβλ. 25. 3) [[συχν]]. καὶ παρὰ πεζογράφοις, τὴν ταχίστην (πλῆρες: τὴν τ. ὁδὸν Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 20, Λουκ.), ὡς ἐπίρρ., διὰ τῆς ταχίστης ὁδοῦ, δηλ. ὡς τάχιστα, Ἡρόδ. 1. 24, 73, 81, 86, κλπ. (Τὴν ῥίζαν τῆς λέξεως ταύτης εὗρεν ὁ Curt. ἐν τῷ Σανσκρ. tak, tak-âmi (praeceps feror), tak-us (properans)· παραβάλλει δὲ τὸ Ζενδ. tak-a (currens), takh-ma (celer, fortis)· τὸ Λιθ. tek-ù (fluo, curro)· Σλαυ. tek-ŭ ([[δρόμος]]), tok-ŭ ([[ῥεῦμα]]).)
}}
{{bailly
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> vite, rapide :<br /><b>1</b> vite, rapide, qui marche, court <i>ou</i> vole rapidement : πόδας [[ταχύς]] IL aux pieds agiles ; θείειν [[ταχύς]] IL prompt à courir ; ταχέες πόδες IL, OD pieds agiles ; ταχὺς [[ἰός]] IL, [[ὀϊστός]] OD trait rapide ; ταχεῖαι [[νῆες]] HDT, τριήρεις THC navires bons voiliers;<br /><b>2</b> qui se produit <i>ou</i> survient rapidement <i>en parl. de choses</i> : ταχὺς [[ᾅδης]] EUR mort rapide ; ταχὺς [[πόλεμος]] THC guerre qui survient vite <i>ou</i> soudain ; [[ταχεῖα]] [[φυγή]] THC fuite hâtive;<br /><b>3</b> pressé : φρονεῖν ταχεῖς SOPH prompts à penser, à concevoir ; ταχεῖς [[ἰέναι]] [[ἐς]] τοὺς πολέμους THC prompts à se jeter dans les guerres;<br /><b>4</b> rapide, bref, court : τὴν ταχίστην (ὁδόν) XÉN, <i>ou abs.</i> τὴν ταχίστην HDT par le chemin le plus court, le plus rapidement possible ; διὰ ταχέων THC par les voies rapides, en hâte, vite, bientôt ; [[ταχεῖ]] σὺν χρόνῳ SOPH en peu de temps;<br /><i>Cp.</i> [[θάσσων]], <i>att.</i> [[θάττων]] (<i>p.</i> ταζίων, *τάχjων, [[θάσσων]]) ; <i>ion. et réc.</i> ταχύτερος, <i>Sp.</i> [[τάχιστος]];<br /><b>II.</b> <i>adv.</i> • [[ταχύ]] rapidement;<br /><i>Cp.</i> • θᾶσσον, <i>att.</i> θᾶττον, <i>ion. et réc.</i> ταχύτερον ; θᾶσσον <i>adv. s’emploie</i> :<br /><b>1</b> <i>au sens d’un Cp. propr. dit</i> : plus vite ; θᾶσσον νοήματος XÉN plus vite que la pensée;<br /><b>2</b> <i>au sens d’un Cp. abs.</i> : plutôt ; plus vite qu’il ne faudrait, trop vite, un peu vite;<br /><b>3</b> <i>après un relat. ou une particule, au sens d’un Sp.</i> : ἐπειδὴ θᾶσσον ATT, [[ὡς]] θᾶσσον XÉN, ἐὰν θᾶσσον XÉN, ἢν θᾶσσον XÉN aussitôt que, dès que;<br /><i>Sp.</i> • [[τάχιστα]] : [[ὡς]] δύνατόν ἐστι [[τάχιστα]] XÉN le plus promptement possible ; [[ὡς]] ἂν δύνωμαι [[τάχιστα]] XÉN, ᾗ ἂν [[δύναμαι]] [[τάχιστα]] XÉN le plus promptement que je pourrai ; [[ὡς]] ἠδύνατο [[τάχιστα]] XÉN, ᾗ ἠδύνατο [[τάχιστα]] XÉN le plus promptement qu’il pourrait ; <i>ellipt.</i> [[ὡς]] [[τάχιστα]] HDT, ATT, [[ὅπως]] [[τάχιστα]] SOPH, [[ὅσον]] [[τάχιστα]] ESCHL, ὅ [[τι]] [[τάχιστα]] IL le plus promptement possible ; <i>avec une particule de temps</i> : ἐπεὶ [[τάχιστα]] aussitôt que ; <i>de même</i> ἐπειὰν [[τάχιστα]] HDT, ἐπὰν [[τάχιστα]] XÉN, ἐπειδὰν [[τάχιστα]] HDT, [[ὅταν]] [[τάχιστα]] XÉN, [[ὡς]] [[τάχιστα]] HDT, [[ὅπως]] [[τάχιστα]] ESCHL ; avec un part. : ἀπαλλαγεὶς γὰρ αὐτῶν [[τάχιστα]] PLUT aussitôt qu’il s’en fut délivré.<br />'''Étymologie:''' R. être rapide ; cf. <i>skr.</i> takâmi « je me précipite » ; tâkus « qui se hâte ».
}}
}}