Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τεθρυμμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεθρυμμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[θρύπτω]], μαλθακῶς, θηλυπρεπῶς, ἡδυπαθῶς, τοῖς ἀσελγῶς καὶ [[τεθρυμμένως]] ζῶσιν Πλούτ. 2. 801Α.
|lstext='''τεθρυμμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[θρύπτω]], μαλθακῶς, θηλυπρεπῶς, ἡδυπαθῶς, τοῖς ἀσελγῶς καὶ [[τεθρυμμένως]] ζῶσιν Πλούτ. 2. 801Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />mollement, d’une manière efféminée.<br />'''Étymologie:''' [[τέθρυμμαι]].
}}
}}