3,277,637
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεκταίνομαι''': μέλλ. τεκτᾰνοῦμαι Ἀριστοφ. Λυσ. 674· ἀόρ. ἐτεκτηνάμην Εὐρ., κλπ.· ἀποθ. Κυρίως ἐπὶ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ, [[κατασκευάζω]], «φτε~ιάνω», νῆας Ἰλ. Ε. 62 (ἴδε ἐν λ. [[τέκτων]])· - ἀπολ., [[κάμνω]] [[ἔργον]] ξυλουργοῦ, [[ἐργάζομαι]] ξύλα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔργον]] τοῦ χαλκέως, σιδηρουργοῦ, [[ἕτερος]] δὲ χαλκεύει τις, ὁ δὲ τεκτ. Ἀριστοφ. Πλ. 163· μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω Πλάτ. Νόμ. 846Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22· ἀντίθετον τῷ [[πλάττω]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 22, 6. 2) ἐπὶ ἄλλων τεχνιτῶν ἢ δημιουργῶν, τ. χέλυν Ὕμ. Ὁμ. Ἑρμ. 25· τάφον Καλλ. εἰς Δία 8· - [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· τέλεον αὐτὸν [τὸν κόσμον] ἐτεκτήνατο Πλάτ. Τίμ. 33Α· ὁ τεκταινόμενος, ὁ [[ποιητής]], ὁ [[κατασκευαστής]], ὁ δημιουργός, [[αὐτόθι]] 28C. 3) μεταφορ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, [[σχεδιάζω]], [[μάλιστα]] [[μετὰ]] πανουργίας ἢ δεξιότητος, Λατ. struere ἢ machinari (πρβλ. [[συντεκταίνομαι]]), εὖ γὰρ καὶ διχοστατῶν [[λόγος]] σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς [[μέσον]] τεκταίνεται, προσαρμόζει καὶ σχηματίζει [[ὁμοῦ]], Σοφ. Ἀποσπ. 746· σιγῇ δ’ ἐτεκτήναντ’ ἀπρόσφθεγκτόν μ’, διὰ τῆς ἑαυτῶν σιγῆς μὲ ἐκώλυσαν νὰ [[λάβω]] [[μέρος]] εἰς τὴν ὁμιλίαν των, Εὐρ. Ι. Τ. 951· πᾶν ἐπ’ ἐμοὶ τεκταινέσθω (δηλ. ὁ Κλέων) Ἀριστοφάν. Ἀχ. 660· τ. μαθήματα Πλάτ. Σοφ. 224D, πρβλ. Τίμ. 91Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. εὑρίσκομεν τὸ ἐνεργ. τεκταίνω ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 361., Γ. 592, Ἀνθ. Π. 6. 80, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 12· ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ἀττ. εὕρηται ἡ μετοχ. τεκταινόμενα ἐπὶ παθ. σημασίας, [[ταυτί]] μ’ οὐκ ἐλάνθανε τ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 462· τὰ [[ὕστερον]] τ. Δημ. 921. 22. | |lstext='''τεκταίνομαι''': μέλλ. τεκτᾰνοῦμαι Ἀριστοφ. Λυσ. 674· ἀόρ. ἐτεκτηνάμην Εὐρ., κλπ.· ἀποθ. Κυρίως ἐπὶ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ, [[κατασκευάζω]], «φτε~ιάνω», νῆας Ἰλ. Ε. 62 (ἴδε ἐν λ. [[τέκτων]])· - ἀπολ., [[κάμνω]] [[ἔργον]] ξυλουργοῦ, [[ἐργάζομαι]] ξύλα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔργον]] τοῦ χαλκέως, σιδηρουργοῦ, [[ἕτερος]] δὲ χαλκεύει τις, ὁ δὲ τεκτ. Ἀριστοφ. Πλ. 163· μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω Πλάτ. Νόμ. 846Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22· ἀντίθετον τῷ [[πλάττω]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 22, 6. 2) ἐπὶ ἄλλων τεχνιτῶν ἢ δημιουργῶν, τ. χέλυν Ὕμ. Ὁμ. Ἑρμ. 25· τάφον Καλλ. εἰς Δία 8· - [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· τέλεον αὐτὸν [τὸν κόσμον] ἐτεκτήνατο Πλάτ. Τίμ. 33Α· ὁ τεκταινόμενος, ὁ [[ποιητής]], ὁ [[κατασκευαστής]], ὁ δημιουργός, [[αὐτόθι]] 28C. 3) μεταφορ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, [[σχεδιάζω]], [[μάλιστα]] [[μετὰ]] πανουργίας ἢ δεξιότητος, Λατ. struere ἢ machinari (πρβλ. [[συντεκταίνομαι]]), εὖ γὰρ καὶ διχοστατῶν [[λόγος]] σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς [[μέσον]] τεκταίνεται, προσαρμόζει καὶ σχηματίζει [[ὁμοῦ]], Σοφ. Ἀποσπ. 746· σιγῇ δ’ ἐτεκτήναντ’ ἀπρόσφθεγκτόν μ’, διὰ τῆς ἑαυτῶν σιγῆς μὲ ἐκώλυσαν νὰ [[λάβω]] [[μέρος]] εἰς τὴν ὁμιλίαν των, Εὐρ. Ι. Τ. 951· πᾶν ἐπ’ ἐμοὶ τεκταινέσθω (δηλ. ὁ Κλέων) Ἀριστοφάν. Ἀχ. 660· τ. μαθήματα Πλάτ. Σοφ. 224D, πρβλ. Τίμ. 91Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. εὑρίσκομεν τὸ ἐνεργ. τεκταίνω ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 361., Γ. 592, Ἀνθ. Π. 6. 80, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 12· ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ἀττ. εὕρηται ἡ μετοχ. τεκταινόμενα ἐπὶ παθ. σημασίας, [[ταυτί]] μ’ οὐκ ἐλάνθανε τ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 462· τὰ [[ὕστερον]] τ. Δημ. 921. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> τεκτανοῦμαι, <i>ao.</i> ἐτεκτηνάμην;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> travailler le bois, être charpentier, <i>ou qqf</i> menuisier;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> construire <i>ou</i> fabriquer avec du bois, acc. ; <i>en gén. en mauv. part</i> machiner, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[τέκτων]]. | |||
}} | }} |